Δε μας συγκίνησε τόσο το νήμα της ζωής μας, το έτοιμο να σπάσει
Όσο μια χαλασμένη μηχανή που ευγνωμονούσε
Γιατί δεν μπορούσε πια κανείς να την κουράσει
Ήταν 1963 και τα μακροπερίοδα, χαλαρώς αρμολογημένα και ριμαρισμένα ποιήματα του Σεφέρη, όπως το κάπνισμα ανάμεσα στους αγάπανθους και η ευτυχία, συνδυασμένη με το ταξίδι του Οδυσσέα, είχαν διεισδύσει ως κορονοϊός στις φλέβες μου και στιβάζονταν στους πνεύμονες ως ακαταστάλακτη και ακατάδεχτη βλέννα.
Στο τραπέζι μου, η «Αισθητική» του Παπανούτσου, ο Θουκυδίδης, μεταφρασμένος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο τόμος «Για τον Σεφέρη», ένα τιμητικό τούβλο για τα 30 χρόνια της «Στροφής», με «το χαμένο κέντρο» του Ζήσιμου Λορεντζάτου να μου παιδεύει τα ούμπαλα, και εχθρικά απομονωμένη, στην πράσινη φορεσιά της, η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, που την απέσυρα σιωπηρά, μαθαίνοντας τυχαία την ιδέα που έτρεφε ο Σεφέρης για τον ιδαλγό.
Δεν είχα ακόμη κατακλυστεί από τον δίτομο «Καβάφη» του Ίκαρου, τις «Δοκιμές» του Γ.Σ, και βέβαια, την «Υψικάμινο», την «Ενδοχώρα» και υπό μονιστικήν ηδυπάθεια το «Άξιον Εστί» και το άτακτο παραπαίδι, την «Τρελή Ροδιά» του ποιητή, από τον οποίον με χώριζαν, ωσάν χαράδρα της Ζελιάνας, οι φωτογραφίες του με ναυτικό κασκέτο. Τις υπόλοιπες ανάγκες, κάλυπταν εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες, ποιημάτων και διηγημάτων.
Από αυτήν τη μαγιά, δεσμεύτηκα από τον Σαχλίκη, τον Μπάμπη Νίντα και όσον Εγγονόπουλο χωρούσε η ειδωλολατρική μου συνείδηση. Με έθελγαν οι ποιητές που δεν μπορούσα να μιμηθώ, όπως χάζευα τους δικυκλιστές στον «γύρο του θανάτου» στα πανηγύρια, κλινικώς και τυπικώς ανίκανος να μάθω ποδήλατο.
Η μέθοδος της μακροπερίοδης ριμάδας, κράτησε μήνες, αλλά στα τεφτέρια μου, μόνον το ως άνω πρώτο στιχηρό που πρωτόγραψα, έμοιαζε ανεκτό. Και ήταν απλό το γιατί: έως τότε, δεν είχα καπνίσει, δεν είχα φιλήσει, και δεν είχα ανταλλάξει όρκους με αγαπημένη ύπαρξη, άσχετο σε πόσες και με ποιες είχα αμολήσει σαλαγκιά με άσπρο κουρέλι για χταπόδια.