O διχασμός και η ψάθα
20-09-2019

Η μόνιμη επωδός του μακαρίτη του πατέρα μου έμοιαζε με τη Λυδία λίθο: «αγόρι μου, μετά το δημοτικό, σε περιμένει το γυμνάσιο, μετά το πανεπιστήμιο». Από τον ίδιο έπαιρνα και γραμμή για το μετά του βίου: «αν είσαι καλός εκεί, μπορεί να γίνεις βοηθός, μετά υφηγητής και στο τέλος καθηγητής».

Μεταξύ μας, μιλούσε σε εντεκάχρονο προέφηβο που κατά καιρούς ήθελε να γίνει γεωπόνος ή ναυτικός. Βέβαια, αυτά ήταν τα επίσημα. Τίποτε δεν μ΄ενδιέφερε περισσότερο από το να έχω με τους φίλους μου μια καλή θέση πίσω από τον λαβύρινθο της παιδικής χαράς και να χαζεύω την συμπεριφορά και τους μηρούς των συμμαθητριών μου, ενώ αιωρούντο στις σχολικές κούνιες.

Εντούτοις, απέκτησα νωρίς την αίσθηση πως μάλλον θα κομπλάριζε εάν του αποκάλυπτα βύθιες σκέψεις. Οπότε, λίγο αργότερα, ήρθε ως αμοιβαίο βάλσαμο επικοινωνίας, όταν εκδήλωσα μεγάλο έμπρακτο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία και την ζωγραφική.

Καθώς από παιδί αγαπούσε τον Πούσκιν και τον Λέρμοντωφ, τους οποίους, λόγω παραμονής στο Ιρκούτσκη διάβαζε στο πρωτότυπο και στην προσφυγιά που ακολούθησε, αυτά φρόντισε να πάρει μαζί του, μαζί με ένα μαύρο μεκανό και ένα γραμματόσημο από την τσαρική Ρωσία, δεν επενέβη, αλλα φρόντιζε να μη μου λείπει κανένα βιβλίο και κανένα περιοδικό  που του ζητούσα. Μερικές φορές χρεώνονταν βαριά στα δύο βιβλιοπωλεία των Γιαννιτσών.

Και φρόντισε, 16 Νοεμβρίου του 1964 να μου αγοράσει μια γραφομηχανή όταν είδε τα τεφτέρια που γέμιζα. Στην άλλη κλίση, της ζωγραφικής, ήταν άτεγκτος. Η επωδός ήταν «με αυτήν την επιλογή, θα πεθάνεις στην ψάθα». Είχε για την ψάθα την χειρότερη εντύπωση-την εικόνα ενός διακονιάρη που δεν είχε καν τη δυνατότητα να κατοικεί στο πιθάρι του Διογένη.

Βέβαια επειδή είχε καλο χέρι, μου ζωγράφιζε αμέτρητα σκίτσα με ανθρωπάκια που εκτελούν εργασίες, σκέφτονται και δρουν, με ένα στρογγυλό κεφάλι και το άλλο σώμα με πέντε γραμμές. Μετά, «έντυνε» τα ανθρωπάκια.

Κι όταν από τα πολλά μαθηματικά και φυσικοχημείες, πήγε το μυαλό μου να σαλτάρει και σκασμένος του ανήγγειλα πως προτίθεμαι να δώσω στη σχολή καλών τεχνών, βρήκε μια εύλογη μέση οδό: «να γίνεις αρχιτέκτων, που συνδυάζει τέχνη και επιστήμη».

Με τα πολλά, τις κάναμε τις συμφωνίες με τον παπάκο μου.

Το «αρχιτέκτων» το εκτιμούσε, διότι η οικογένεια των Μακριδαίων που φιλοξένησε και βοήθησε στον Βλαδικαύκασο την δική του, παρήγαγε αρχιτέκτονες στις γενιές που επαναπατρίστηκαν.

Τελικά, κατέληξα σε σκεπτομορφή δύο ανθρώπων που διεκδικούσαν την ίδια ζώνη αγνότητας.

Όταν αποφάσισα πως ο Λόγος δεν είναι Πράξη και πως η Πράξη είναι Παράλογη, και αυτό μου άρεσε, χωρίστηκα στη μέση και ο χωρισμός επέφερε αυτοτελή διχασμό. Είναι πλέον κλόνος του εαυτού.

Πάνω από μισόν αιώνα έζησα με αυτό το σύνδρομο. Ώσπου κατάλαβα πως το παρελθόν, πρέπει να το καταγράφεις με συμπαθητική μελάνη: γράφεις με αυτήν την αόρατη θεά και αν θέλεις να το διαβάσεις, περνάς τη σελίδα με χυμό λεμόνι ή την ζεσταίνεις.

Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την σύγχρονη τεχνολογία της γραφής. Δεν χρειάζεται πλέον λεμόνι. Στη λευκή σελίδα του μόνιτορ, πληκτρολογείς με λευκά γράμματα και «σώζεις» το αποτέλεσμα κανονικά, ως αρχείο. Έτσι, αυτό που δημιουργείς, δεν χρειάζεται να το βλέπεις.

Αυτό δεν είναι εξάλλου ο Χρόνος;