O Γώγος
02-01-2019

Γνώρισα τον Γώγο στο χωριό που επισκεπόμουν τακτικά, αλλά και διέμεινα τουλάχιστον έξη χρονάκια, αν προσθέσεις τους μήνες. Ο Γώγος ήταν γειτονάκι στο πατρικό μου, όπου είχα κάνει κατάληψη και τα σπίτια μας τα χώριζε μια άδεντρη αυλή, που ένας γείτονας χρησιμοποιούσε ως φυτώριο για καπνά. Επί αρκετά χρόνια, ο πατέρας του Γώγου, μας έφερνε γάλα καθημερινώς για να πίνουμε, να πήζουμε γιαούρτη και σπανιότερα να φτιάχνουμε τυρί στο τουλούμι. Ερχόταν και αυτός μαζί του και μιλούσαμε.

Ο Γώγος ήταν μογγολάκι. Έτσι έλεγαν τότε το σύνδρομο Ντάουν, εποχή Αλλαής, βιντεοκασέτας και ομαδικού μπάνιου στην πλατεία με τα κουτόψαρα και τα χρυσόψαρα, όταν τύχαινε κανένας μπασκετικός θρίαμβος. Αλλά οι γονείς του το φρόντιζαν υποδειγματικά και τον σκέπαζαν με ανυπόκριτη αγάπη, κι όλο το χωριό κόλλησε την συμπάθειά τους. Εννοώ πως το φέρσιμο στον Γώγο δεν έμοιαζε με τις εμπειρίες που είχα από Σαλονικιές, Γιαννιτσιώτικες, αμη και Κουρμπεσλίδικες συμπεριφορές στα «κάπως» άτομα, που θεωρούνταν απλώς «κάπως».

Αναφέρομαι στον Γωνία, έναν κατά τον θρύλο άριστο μαθητή που τρελάθηκε και περπατούσε αλλάζοντας πορεία μόνον κατά 90 μοίρες. Στον Γιάννη τον Σλιάκατα, τον Καστούτς και το βουβό που κολλούσε τα αγγελτήρια θανάτου στις κολόνες, εκβάλλοντας άθελά του απίστευτους ήχους που βεβαίως δεν άκουγε. Κι όχι πως η κοινωνία ήταν ανεκτική- αντιθέτως. Έως και έναν θεωρούμενο ελαφρόμυαλο τονε σκότωσε στην πλατεία ένας συγχωριανός και έφτασε το όνομα του χωριού στις εφημερίδες. Οι διαφορές ανάμεσα σε Πόντιους και Φαρασιώτες ήταν από τον μεσοπόλεμο επικές, αλλά μαλάκωσε με τον καιρό. Η βία που είχε ξεσπάσει στον εμφύλιο δεν ήταν παρελθόν αλλά έπαιρνε άλλες μορφές. Ο Γώγος την γλύτωνε. Επειδή ήταν λιγομίλητος και πανταχού παρών, οπότε δεν διέκοπταν τις συζητήσεις τους για καζούρα.

Σχολίαζε το κάθε τι, με λίγες λέξεις και ήταν γενικά ευχάριστος και ακριβής. Ντυνόταν τροχονόμος και ρύθμιζε την  ανύπαρκτη κίνηση με μια σφυρίχτρα . Όποτε κόντευαν εκλογές και πριν κοιμηθεί, έβγαζε πολιτικό λόγο από το μπαλκόνι ασυγκράτητος, όπως μετά τα μεσάνυχτα έκανε «γκιών, γκιών» το θανατερό νυχτοπούλι, ο γκιώνης, ως προάγγελος θανάτου.

Αλλά την μεγάλη παράσταση την έκανε όταν  μετακομίσαμε για τα καλά στο χωριό και ανάμεσα σε έπιπλα και βιβλία, γάτες και σκυλόπα, κουβαλήσαμε και περισσευάμενα props από το «Δοξόμπους» που ήταν ιδιοκατασκευές και δεν τα είχαμε νοικιάσει από τα στούντιο Μπογιάνα της Σόφιας. Εννοώ ασπίδες από τα χεράκια μου, με τα εμβλήματα Παλαιολόγων και στασιαστών, δόρατα και σημαιάκια. Τα λάτρευε και τα ζαλώνονταν  με πάθος κρεμασμένα απ΄όλες τις μπάντες, σοβαρός και έτοιμος για την αμάχη.

Αισθάνθηκα πως γίναμε φίλοι, όταν, παρών σε ένα ντοκιμαντέρ που γυρίσαμε εκεί, του έδωσα έναν πέλεκυ να κρατάει και τον φωτογράφισα, σοβαρόν και απειλητικόν, τάχα φρουρό σε έναν ιερό  κύκλο και του άρεσε φοβερά. Έχω την φωτογραφία.

Του είχα αδυναμία, επειδή από παιδί με έκραζαν κάθε φορά που κολλούσε η γλώσσα μου και επαναλάμβανα επ’ απειρον μια συλλαβή σε κάθε ηλικία, ειδικά το «Βουλ»  όταν αναφερόμουνα στη Βουλγαρία, στο «πουλ» όπως προσπαθούσα να προσφωνήσω «πουλάκι» την κορούλα μου, αλλά και στο «Βα» όποτε πήγαινα να  επικαλεστώ τον φίλο μου τον Βασίλη.

Στις συζητήσεις που ήταν παρών, στο καφενείο του Γιαννίκα και στου Στέφου, σπανιότερα, άκουγε τα πάντα και έδειχνε να κατανοεί, από την έκφρασή του, επίσης τα πάντα. Το έλεγα και ενίοτε με αμφισβητούσαν, ώσπου στο τέλος, μαζεύω τους συνομιλητές μου στην ξώθυρα και ως ρεπόρτερ παίρνω από τον Γώγο, μια συνέντευξη. Σοβαρή. Τον ρωτούσα πολιτικά και εθνικά και κοινωνικά θέματα, ωσάν να απευθυνόμουνα σε αλτουσεριανό διανοούμενο. Απαντούσε μονολεκτικά αλλά με φοβερή ακρίβεια. Όταν του ανέλυα πως δεν τα πάμε καλά στο Μακεδονικό, σχολίαζε «Πάνο, αμάν». Κι όταν σχολίαζα τα σύννεφα στην οικονομική ζωή του τόπου, σοβάρευε και κατέληγε: «Χάλια».

Ήταν παιδί της αγάπης. Θα μπορούσε αλλού και άλλοτε, να μάθει μια τέχνη.

Αλλά στη ζωή αυτή, όλοι έχουμε μερτικό και κακώς επιδεικνύουμε πολιτική ορθότητα, αντί να αφήνουμε αυτά τα παιδιά να συνυπάρχουν στα περιβάλλοντα που οικοδομήσαμε, χωρίς να παίζουμε τους πονεμένους φιλάνθρωπους. Ευτυχώς , ανάμεσα στους γνωστούς μου, γνωρίζω ευτυχείς περιπτώσεις που ζούνε το σύνδρομο Ντάουν με αφοσίωση και φροντίδα. Κι ένα σωρό παράλληλες ιστορίες που διδάσκουν ότι σε αυτό το ζήτημα κάτι γίνεται. Οι μύθοι που περιβάλλουν την υπόθεση αυτή, είναι απερίγραπτοι. Ο καθένας μας έχει περιόδους όπου δεν κολλάει στις συνθήκες.

Είχα να δω τον Γώγο είκοσι χρόνια και ρώτησα έναν συγχωριανό τι απόγινε, καθώς τις τελευταίες μέρες μ΄έχει στοιχειώσει η περίπτωσή του. Λοιπόν, το πρώτο καλύτερο νέο της χρονιάς, ήρθε από τον Αλέκο : ο Γώγος είναι σήμερα 56 ετών.