O βάτραχος
01-11-2020

Σε μια ανάδρομη τροχιά που έπνιξε τη Θεσσαλονίκη στο χιόνι, το κατρέλ «Αριστείδης» με το οποίο συζούσα δέκα χρόνια και είχε εκμάθει γλώσσα και χούγια του οδηγού, από τον ψόφο και την έλλειψη λιπαντικών, άφησε τον κοσμο τούτο. Συγκεκριμένα σκίστηκε σαν τον χασέ το μοτόρι του στη βαρυχειμωνιά του 1988.

Τον Αριστείδη τον θεωρούσα μέλος της οικογένειας. Ζούσα μέσα στα σπάγχνα του. Σταματούσε για βενζίνη μόνος του και το μόνο προσθετικό εργαλείο ήταν ένα σφυρί με το οποίο κοπανούσα το τιμόνι για να γυρίσει, καθώς είχε σκουριάσει η κρεμαγέρα. Αλλά τώρα πόθανε και ήθελα άλλο.

Βρέθηκε μια Σιτροέν βάτραχος χρώματος ταμπά, μοντέλο 1964 με πέντε ταχύτητες στο χέρι, το «Παλλάς» με 2200 κυβικά, που έστρεφαν τα φώτα μαζί με τις ρόδες και κινδύνευες να ναρκωθείς από την απόλαυση των καθισμάτων. Στην οδήγηση, ξεκινουσε στη χαμηλή σκάλα σαν ανακόντα που βύζαινε τα χιλιόμετρα έως και σηκωμένο στα τέσσερα, σκληρό, για να περνάς εμπόδια και χωματόδρομους, κατάλληλα για το Νίκσιτς και την Ποντγκόριτζα. Μία των ημερών μάλιστα, στη Βρυξέλλα, επεσα σε καταιγίδα, κόλλησα με τους Βαλόνους σε πλημμυρικά φαινόμενα, θα έχανα το φέρι για Οστάνδη, ώσπου σήκωσα το μοχλάκι στο τέρμα και διέσχισα τον φουσκωμένο δρόμο, υπό τα κορναρίσματα αγνώστων μου Φλαμανδών.

Ο βάτραχος όλα τα είχε και άντεχε, εξόν ένα θηριώδες καρμπιρατέρ που έφτυνε το καύσιμο υπό καταρροή, κολλούσε το βελονάκι του και το άλλαξα τρεις φορές. Άσε που ήθελε να σηκώσω την μηχανή για κάθε αντικατάσταση.

Τον έδωσα για απόσυρση θλιμμένος, στον Καρδίτσο έξω από το πάρκο του Αη Γιώργη στα Γιαννιτσά και λησμόνησα να τον φιλήσω.

Ετικέτες: αναμνήσεις