Ήμουν νέος και ευσυγκίνητος. Σε μιαν αρρώστεια του πατέρα μου, αισθάνθηκα χάλια. Του έβγαλαν τον νεφρό και θαρρείς κόλλησα. Μετά που έδωσα λίγο, αίμα, ο γιατρός του μου λέγει, έτσι όπως ήμουνα χλομός και ασταθής, «Πέρνα να σε εξετάσω, μην έχουμε δύο πένθη».
Ήταν νέος, λατρεία της γειτονιάς και ελπιδοφόρος. Μου πήρε το ιστορικό και μου ‘καμε καρδιογράφημα. Ήμουν 28 ετών, οινόφλυξ και παράφορος. Βλέπει την χαρτοταινία με τις γραμμούλες και σοβαρεύει.
«Έχουμε πρόβλημα στην καρδιά, αλλά αισιοδοξώ, είσαι νέος». Κι αυτός νέος ήταν, στην ειδίκευση. «Θα χρειαστείς ένα μπαϊπάς». Χλόμιανα. «Καπνίζεις πολλά;» «Σαν φουγάρο». «Να το κόψεις και να δεις αυτούς τους δύο ειδικούς». Δυό καθηγητές πασίγνωστους, ουρόλογο και πνευμονολόγο. Και να πάω από εβδομάδα, για να κλείσει χειρουργείο.
Βγήκα ωσάν πεθαμένος ή μελλοθάνατος. Ο ένας, βλέπει πυελογραφία και γράφει, γράφει. «Έχεις διπλάσιους νεφρούς, μάλλον έχουν από μία τεράστια κύστη έκαστος». Ο πνευμονολόγος διέγνωσε πως είχα μικρά πνευμόνια και αναπνευστική ανεπάρκεια 70%. Μου έδωσαν αμφότεροι γνωματεύσεις. Ακόμη τες έχω. Δεν δίστασα στιγμή. Πάνω στο μήνα, ξαναρχίζω το κάπνισμα και πίνω κέρατα από απελπισία. Είπα να μπω σε δημόσιο νοσοκομείο, Αθήνα, να κοιταχτώ.
Έδωσα τα χαρτιά, με εξέτασαν, όλα κανονικά. Διαμαρτυρήθηκα έντονα. «Μα αφού πεθαίνω! Βάλτε με να εγχειριστώ, να τελειώνουμε!» Ο θεράπων με κοίταξε κάπως και μετά κόπου παρέμεινε ευγενής. «Δεν βλέπω αυτά που είδαν οι έγκριτοι συνάδελφοι» σχολίασε.
Ξανάγινα αμέριμνος. Έκτοτε μένω με την εντύπωση πως υπήρξα θύμα αλληγορίας. Μπήγει κάποιος σημαιάκι σε βραχονησίδα, τηνε παίρνουν αλλά μάλλον όχι. Κι ένας υφυπουργός μετριοπαθής, δηλώνει πως θα έχουμε κακά ντράβαλα με τους γειτόνους. Κι έπειτα, άλλος λέει άλλα. Κι άλλος καταλήγει σε μούγκα της θάλασσας των Κοραλλίων. Κι ο άλλος δηλώνει αλληγορικός και ζητά συγχώρεση. Και στην πυελογραφία, τίποτε. Καθαρή.