Σε όλο τον κόλπο, γύρω- γύρω βουνά και στη μέση η θάλασσα η πλατιά η λιμεναργάτισσα, οι άνδρες καθόντουσαν μπροστά στην οθόνη κάνοντας πιρουέτες και τρώγοντας φιστίκια και πίνοντας τη νέα μαύρη μπύρα Φιξ. Στη γαλαρία οι γυναίκες τους καθόντουσαν σε σχηματισμούς πεταλούδας και ψιθύριζαν τα δικά τους. Η λαϊκή σκηνή έχει καρέκλες με ποδάρια από ψεύτικο κόντρα πλακέ ξύλο και τσίκλα στους αρμούς. Κράτσα και κρούτσα από τις κλειδώσεις τους.
Περνούσαν οι αιθέριες υπάρξεις με τα κολλητά τα τζιν, τα λουλουδάτα τα αέρινα και τριβόταν αναμετάξυ του το λιπώδες ξηροκάρπιο στα εσωτερικά μπουτάκια, τον προμαχώνα της πύλης της ηδονής του μεσογειακού καλουπιού. Και να σου να έρχεται και το μπακάρντι ον δε ροξ και τα σουλάτσα να φιλοτεχνούν το μούχρωμα. Τυπική και πολυσυζητημένη εικόνα.
Και οι σελφιζ να δίνουν και τα φλας να παίρνουν και το νάζι στον απόπατο μαζί με την λάγνα πόζα και εγώ σαν πινέζα να καταστροφολογώ τρώγοντας μπαμπάκι καλαμπόκι σποράς εμποτισμένης με ορμόνες. Κάπου άλλου το αγόρι μου θα τις κοιτούσε θερμά όλες αυτές τις λιχουδιές, γιατί το αγόρι μου, το θεογενές πλάσμα, ξέρει να διαλέγει τη λακέρδα από το αυγοτάραχο.
Aλλά αυτό είναι το λιγότερο. Δεν γίνεται να περιμένεις τίποτα ζωντανό από την ανθρωπότητα όταν μεταφέρει συνήθειες του διαμερίσματος δίπλα στη θάλασσα. Μόνοι οι τοίχοι λείπουν.
Η πόλη σε πληγώνει διαρκώς. Αν δεν συμβαίνει αυτό, έχεις χάσει οτιδήποτε παιδικό μέσα σου. Δεν γίνεται να ικανοποιείσαι με αυτόν τον μόνιμο κυνισμό.
Κάντε ό, τι θέλετε.