Όταν οι νύχτες είναι μεγάλες και ο κόσμος φοβάται πως θα αργήσει το φως, απλώνονται σε μεγάλα τμήματα της βαλκανικής υπαίθρου, αλλά περισσότερο στα νότια, παραστάσεις με ομαδική συμμετοχή παρδαλά ή απειλητικά ντυμένων νέων, που κρατούν ψεύτικα φάσγανα και συμμετέχουν ως μαγκίτες σε χορούς ή επιδείξεις, άλλοτε γύρω από φωτιά, είτε γύρω από την ψεύτικη αναμέτρηση ενός νέου κι ενός γέρου, που διεκδικούν έναν άντρα ντυμένον νύφη. Σαν τον Ζαρντόζ του Σων Κόνερι.
Τελευταία, το υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε να εγγραφεί στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικης κληρονομιάς της Ουνέσκο το έθιμο των Μωμόγερων, αλλά συγκεκριμένα, από την Κοζάνη. Οι Μωμόγεροι με τη μορφή που γνωρίζουμε έλκουν την καταγωγή από τον Πόντο, αλλά υφίστανται όπου υπάρχουν Πόντιοι.
Επίσης, όποιος ψάχνει και αναζητά, γνωρίζει πως υπάρχουν, σε ανάλογα δρώμενα οι Μπαμπούγεροι, τα Ραγουτσάρια ή Ρουγκατσάρια, αμή και τα «άγρια καρναβάλια» του τέλους Δεκέμβρη, μεταμφιέσεις των εντοπίων. Ακόμη και στους «βλάχικους γάμους» πολύ πιο νότια, υπάρχουν σεναριακά κατάλοιπα απαγωγής και συμβολικών χειρονομιών.
Ο λαογραφικός ενθουσιασμός έχει αναβιώσει. Μωμόερους λένε και τους χορευτές-μίμους που φοράνε προβιές και καπέλα κιλυνδρικά από προβιά επίσης, ενώ δε λείπουν και κοντές φουστανελλίτσες με περικεφαλαίες που παραπέμπουν σε στολές βικτωριανών ή και αρχαιότερων στρατών. Εθεάθησαν και Μωμόεροι με λευκό υποκάμισο και φέρμελη, ενώ σε άλλους, μια κόκκινη μαντίλα με κρόσια ενίοτε δένει την μεσούλα τους. Προψέ, είδα και χρυσή περικεφαλαία, αλλά δεν έμοιαζε του Μεγαλέξανδρου, αλλά μάλλον ιερέων του Γιουκατάν ή των Ίνκας.
Στα παραδοσιακά βιβλία, θεωρείται πως αυτή η σύναξη κρατάει από τις ομάδες νταήδων που περιέτρεχαν χωριά και έστηναν καρτέρια σε γέφυρες ψειρίζοντας το έχει των νοικουραίων. Κι όταν τράκερναν με άλλη ομάδα ατάκτων, έβγαζαν το λάζο και την μαγκούρα και χύνονταν αίμα. Παρόμοια έθιμα, με άλλες στολές υπάρχουν και πιο βόρεια, σε φάρες που έχουν παραδόσεις τιμής σε νεκρούς, μαζί με κάποια ενέδρα, συμβολική ή πραγματική. Και πάντα με εθιστική, μονότονη για τους μεταξωτούς μπουρζουάδες μουσική, που θυμίζει και αναστενάρια και το ξέσπασμα της γυναικοκρατίας. Αν ψάξεις μάλιστα την Ευρώπη και στην Ασία, θα συναντήσεις παραπλήσια πανηγύρια, από τιμή και δέος προς τους νεκρούς, αλλά και σπάνια κομμάτια που παραπέμπουν σε ήδη περασμένες και χαμένες από καιρό τελετουργίες.
Τι Λωζάννη, τι Κοζάνη λοιπόν. Η άυλη κληρονομιά που «πέρασε» και τους Μωμόερους, υποθέτω πως συνταράχτηκε από την καταιγίδα αδιάσειστων στοιχείων, από περιγραφές περιηγητών, από προφορικές μαρτυρίες, από κρίσεις ανθρωπολόγων και λαογράφων, που επιπλέον έπεισαν με τον επιστημονικό και τεκμηριωτικό τους λόγο τους σοφούς του κόσμου.
Το αρθράκι αυτό είναι μάλλον ειρωνικό και σαρκαστικό. Και ας μείνει έτσι, χωρίς απόδοση βαρύτατων ευθυνών, χωρίς ξεμπλάστρωμα εμμονικών απόψεων, χωρίς την εκδοχή της παράδοσης που επινοείται για να υπάρξουν περικεφαλαίες χρυσίζουσες και φουστανελλάκια με ασημόχρωμα ξύλινα γιαταγάνια.
Το δράμα είναι πως η «χαμένη παράδοση» δεν είναι καθόλου χαμένη, αλλά δεν την πετυχαίνουν ποτέ οι δήθεν αρχαιοπρεπείς και μεσαιωνολάτρες, όπου οι ξένοι είναι κακιώχτρες, οι δικοί μας σπίρτα πανέξυπνα και η Ουνέσκο ένας κάδος ανακύκλωσης φαντασιώσεων.
Δεν τολμάω να καταγγείλω τις ομοιόμορφες στολές στους παραδοσιακούς χορούς, και τις ατέλειωτες προσφωνήσεις και παρουσιάσεις υπευθύνων συλλόγων για την ομορφιά που μας παρουσιάζουν. Άλλη φορά. Άλλη.