‘Οχι, δεν εννοώ τον Κολομπιάνο πιτσιρικά που προφανώς θα βρίσκεται στη μόδα στο προσεχές μέλλον. Εννοώ δυο λέξεις που μας ζήτησε ο καθηγητής μας ο Δημήτρης Φατούρος πριν πενήντα χρόνια, για να καταλάβουμε, κατά κάποιον τρόπο τις διαφορές σημαίνοντος και σημαινομένου. Δύο λέξεις -δεν θυμαμαι τη μία, κατάφορτη από οδοντικά και ουρανικά σύμφωνα. Η άλλη ήταν η maluma. Έπρεπε να τις καταγράψουμε και υπό την επήρειά τους να σχεδιάσουμε ό,τι μας κατέβει. Και όλη η τάξη, σε όλα τα σχεδιαστήρια, κάτω από την κάπως αριτσωμένη, ανατσουτσουρωμένη λέξη, που δεν θυμάμαι πια, σχεδίασε οξείες γωνίες, και εγκεφαλοφραφήματα, ενώ, υπό το σχήμα της «μαλούμας» ξεσκιστήκαμε στις καμπύλες, στους ρόδακες και στα αραβουργήματα. Ήταν το κλίμα της εποχής. Να καταλάβουμε την συνειρμική ευπάθεια. Να καταλάβουμε ινατί ουδέποτε ρωτήσαμε την ντάμα μας αν θέλει «ένα κρακεράκι» ενώ ήμασταν ευρύχωροι και δημιουργικοί τάζοντάς της μαλούμες κάθε τύπου. Τα χειλικά και υγρόληκτα φωνητικά φαινόμενα ήτονε ερωτικά σε βαθμό Ξαβιέ Κουγκάτ, τα περιέχοντα το κ, π, τ, και τα πέριξ ήτονε κομματικού προγράμματος, όλα κοπτάτσιες.
Όταν λοιπόν άκουσα πως θα έρτει ο Μαλούμας στην Ελλάδα, δεν δυσκολεύτηκα, πριν καν τον ακούσω να τον συσχετίσω με το Μπάρι Γουάιτ και έτερους ευπαθείς και ριγώντες λαρυγγόφωνους, παρά το ενίοτε προβληματικο σωματικο τους βάρος. Ήταν εξάλλου καιρός. Εκείνα τα χρόνια, οι «σοβαροί» μετα- αρθρογράφοι ασχολούνταν, λόγου χάρη με την διαφήμιση, επιμένοντας στον τρόπο που διαφημίζονταν το Marlboro: από το μαλακό φλιπτοπ άνοιγμα έβγαιναν τρία τσιγάρα σε τριγωνική σχέση, προσομοιάζοντας με ένα σεξικό μπέρδεμα μηρών.Όχι, δεν ήταν ανοησία της εποχής: ήταν η ολοκλήρωση μιας μαλούμας. Λίγο αργότερα, δεν υπήρχε ταινία που βλέποντάς την, δεν καταλήγαμε σε ρεμπετάδικο ή στον τύπο που πουλούσε παγωμένο αμυγδαλάκι στο Σταθμό για να αναλύσουμε ποιος ηθοποιός μπαίνει από δεξιά στο εκράν, ως τελειωμένος φασίστας και ποια ηρωίς τείνει να κοπεί στο μοντάζ βλέποντας προς τα αριστερά. Η φιλαριστερή ηγερία που την άλλη μέρα, δεν υπήρχε κομμωτήριο που να μη πέφτει απομίμηση της αφάνας του εκράν που εφόρει η μαλούμα – Πασιονάρια.
Εξεζητημένα αυτά, αλλα ξανασκεφτείτε το. Ήδη διάβασα ένα κείμενο που υπογράφουν έγκριτοι ιστορικοί και θέτουν ερωτήματα για τον πρέποντα τρόπο να ερμηνευτεί το 1821. Συνέβαλε ο Σηκωμός την χειραφέτηση των Μαύρων; Πως έγινε και συνέπεσαν οι Μπολιβάρ με την νότια Αμερική; Αν παρέμενα στη φάση της Μαλούμας, θα απαντούσα αδίστακτα «ο Εγγονόπουλος πταίει», αλλά και το «λος τρες Παραγουάιος» και η λάτιν φάση στις νεοελληνικές καντάδες του μεταπολέμου, άντε και στα ειρωνικά τραγούδια του Παθανάρες. Αλλά η πρόθεση των ιστορικών, ήταν άλλη. Ο ζήτουλας αγωνιστής με τον ταμπουρά και οι καρδιές των αποθαμένων που εκοιμούντο μέσα σε σεμνά δοχεία κασσιτέρου έπρεπε πλέον να αποκτήσουν τον δέοντα μαλουμισμό: ήπιες καμπύλες, ρυθμοί «μπέσαμε μούτσο» να διαρρέουν τα ψαλλιδισμένα ταγκό της περιπάθειας, το ξώγαμο του Κωλέττη που ερμηνεύει εν πολλοίς την ασίγαστη τραμπουκιά του και τα γερμανοπορτρέτα των Ηρώων που κρύβουν την γύρωθεν της καούκας περιφερομένη αλογοουρά. Αυτό είναι το 21 που θα χαρούμε, μια «νέα» οπτική της ελληνικής σελήνης διότι μας τέλειωσαν τα όνειρα που ποθούν εκδίκηση και σειρά έχουν οι ψύχραιμοι εφιάλτες.