Is it safe?
18-01-2020

Στο διήγημα «Οδοντίατρος», από τη συλλογή «Πουτάνες Φόνισσες» τού Ρομπέρτο Μπολάνιο (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Άγρα, 2008) ο ήρωας αφηγείται μια διαφωνία που είχε με τον φίλο του, τον οδοντίατρο, για τη φύση της τέχνης και τον περίφημο διαχωρισμό ανάμεσα στην τέχνη και τον καλλιτέχνη. Μιλάει ο οδοντίατρος, που είχε μια άσχημη εμπειρία όταν γνώρισε έναν διάσημο χαράκτη, τον Καβέρνας, που μέχρι τότε τον θαύμαζε για τα έργα του. Και μιλάει για την ανυποληψία της τέχνης. Συναντήθηκαν σε κάποιο πάρτι, λέει ο οδοντίατρος, και ο χαράκτης τού φέρθηκε σαν μαλάκας: τον κορόιδεψε με τον χειρότερο τρόπο αφήνοντας υπονοούμενα για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Όταν λοιπόν ο ήρωας του λέει ότι δεν μπορεί να απαξιώνει τα έργα τού συγκεκριμένου καλλιτέχνη επειδή αυτός του φέρθηκε έτσι, και, φυσικά, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την άσχημη αυτή εμπειρία του για να απαξιώνει την τέχνη γενικότερα, ο οδοντίατρος, έξαλλος, του απαντά ότι η τέχνη «[…] είναι μέρος της ιδιωτικής ιστορίας πολύ πριν από τη λεγόμενη ιστορία της τέχνης. Η τέχνη, είπε, είναι η ιδιωτική ιστορία. Είναι η μόνη δυνατή προσωπική ιστορία. Είναι η ιδιωτική ιστορία και ταυτοχρόνως είναι η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας» (σ. 246, έμφαση του συγγραφέα). Και μετά, ενώ ο ήρωας περιμένει να ακούσει μια κυκλική απάντηση: «Και τι είναι η μήτρα της ιδιωτικής; είπα. Αμέσως σκέφτηκα πως θα μου απαντούσε: Η τέχνη. […] Αλλά ο φίλος μου είπε: Η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας είναι η μυστική ιστορία». Και «[…] η μυστική ιστορία είναι αυτή που δεν θα μάθουμε ποτέ, αυτή που ζούμε κάθε μέρα, ενώ σκεφτόμαστε ότι ζούμε, ενώ σκεφτόμαστε ότι τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, ότι δεν μας διαφεύγει τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό. Όμως όλα είναι σημαντικά, γαμώτο! Το ζήτημα είναι πώς δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πιστεύουμε ότι η τέχνη προχωράει σε αυτό το πεζοδρόμιο και η ζωή, η ζωή μας, προχωράει στο άλλο, και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι ψέμα».  

Το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε είναι ίσως ένα από τα πιο διάσημα του Μπολάνιο. Πολλοί το χρησιμοποιούν, ξεκομμένο, γιατί είναι πιασάρικο και αβανταδόρικο, αλλά λησμονούν να το εντάξουν στο νόημα του διηγήματος από όπου και προέρχεται. Ο Μπολάνιο, στο διήγημα αυτό, οικοδομεί μια γέφυρα ανάμεσα στο πεζοδρόμιο που προχωράει η τέχνη, και αυτό που προχωράει «[…] η ζωή, η ζωή μας […]». Και η γέφυρα αυτή, ανάμεσα στα δύο πεζοδρόμια, παίρνει τη μορφή τού δρόμου. Τη μορφή τού δρόμου στο πρόσωπο ενός δεκαεξάχρονου νεαρού, τού Χοσέ Ραμίρεζ, που οι δύο ήρωες συναντούν εκείνο το βράδυ σε ένα μπαρ. Ο νεαρός αυτός παρουσιάζεται ως μια αινιγματική περσόνα που μπορεί να είναι εραστής τού οδοντίατρου αλλά μπορεί και να μην είναι. Το σίγουρο, όπως αποκαλύπτεται προς το τέλος του διηγήματος, είναι ότι ο Ραμίρεζ είναι ένας δεινός συγγραφέας, που ζει στην αφάνεια και την απόλυτη ένδεια. Σημειώνω ότι στην περιγραφή του Ραμίρεζ, ο ήρωας, κάποια στιγμή, επικεντρώνεται στο χέρι του και λέει: «[…] αυτό που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου είναι ένα χέρι μικρό, ένα χέρι μικρό περιτρυγιρισμένο ή στεφανωμένο από το λιγοστό φως του μπαρ, ένα χέρι που αναδυόταν από έναν άγνωστο τόπο, σαν το πλοκάμι μιας καταιγίδας, αλλά σκληρό, πολύ σκληρό, ένα χέρι σφυρηλατημένο στο εργαστήριο ενός σιδηρουργού» (σ.249, έμφαση του συγγραφέα). Η εμφατική αυτή αναφορά στο χέρι έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί ο Ραμίρεζ δεν παρουσιάζεται κάπου στο διήγημα να ασκεί χειρωνακτική εργασία σε κάποιο σιδηρουργό, αν και ο αναγνώστης τείνει, εκ πρώτης όψεως, να θεωρήσει ότι από εκεί προέρχεται η σκληράδα του χεριού του. Η υπερβολή όμως και η αψύτητα της περιγραφής αφήνει να πλανάται στον αέρα και μια άλλη πιθανότητα: η σκληράδα του χεριού δεν είναι προϊόν χειρωνακτικής εργασίας εκτός κι αν θεωρήσει κάποιος τη συγγραφή χειρωναξία· το «σκληρό, πολύ σκληρό» χέρι είναι το χέρι ενός συγγραφέα.

Το «Οδοντίατρος» είναι ένα διήγημα που εντυπωσιάζει με την πληθώρα των εκ πρώτης αναγνώσεως αλλοπρόσαλλων και ασύνδετων στοιχείων που συγχρωτίζονται στις σελίδες του. Διαβάζουμε για τον περίεργο θάνατο μιας ηλικιωμένης γυναίκας που πεθαίνει από αιμορραγία στην οδοντιατρική καρέκλα. Διαβάζουμε μια περίεργη αφήγηση του ήρωα σχετικά με τη τη φοβία του για τα άδεια κτίρια που τελικά ποτέ δεν είναι άδεια. Όπως διαβάζουμε και ιστορίες για το παρελθόν των δύο ανδρών που γνωρίστηκαν όταν ήταν φοιτητές στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα, στο αφηγηματικό παρόν, παρακολουθούμε τους δύο ήρωες, που κάποιες στιγμές γίνονται τρεις όταν συναντούν τον Ραμίρεζ, καθώς περιδιαβαίνουν τους δρόμους της φτωχικής πόλης τού Ιραπουάτο. Όλα αυτά τα στοιχεία όμως, όταν ο αναγνώστης θα προσπαθήσει να τα καθυποτάξει υπό τη σκέπη κάποιου καθολικού νοήματος, ανθίστανται. Ανθίστανται σε αυτή την ίσως άγαρμπη κατηγοριοποίηση με την εμμονή που ανθίσταται και η ίδια η ζωή στην εξαγωγή καθολικών νοημάτων.

Αλλά ένα διήγημα, όσο μεγάλο κι αν διατείνεται κάποιος ότι είναι το εύρος της ερμηνευτικής του παλέτας, θα πρέπει να μπορεί να περιοριστεί, και ο αναγνώστης θα πρέπει να μπορεί να εστιάσει στα στοιχεία που βρίσκονται στο κείμενο και να υφάνει κάποιο νόημα. Ο ήρωας λοιπόν αρχίζει να αναπολεί τα φοιτητικά χρόνια των δύο ανδρών, και σε αυτή την αναπόληση αποτυπώνεται με περισσή μαεστρία η ανεμελιά που συνάδει με την έπαρση της νεότητας των δύο φοιτητών, που γνωρίζονται με αφορμή τη συμμαχία τους απέναντι στην αμφισβήτηση της καλλιτεχνικής αξίας μιας ταινίας ενός καταξιωμένου Βολιβιανού σκηνοθέτη, σε αυτή την αναπόληση, η φιλία τους σφυρηλατείται πάνω σε μια ρήξη με το καλλιτεχνικό κατεστημένο έτσι ώστε να ενδυθεί, η φιλία, την απαραίτητη λάμψη που φαίνεται να αποκτά πάντα στα μάτια της νεότητας η ρήξη με το κατεστημένο. Και μετά, υπογραμμίζεται πώς ο θαυμασμός και των δύο για το έργο του Σαλβαδόρ Ελισόντο τους οδηγεί να μιμηθούν τους ήρωες ενός βιβλίου του και να νοικιάσουν «[…] ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα στο Μασατλάν, που δεν ήταν βέβαια η ιταλική ακτή, αλλά με λίγη φαντασία θα μπορούσε να της μοιάζει». (σ. 257)

Και όλη αυτή η περιγραφή χτίζεται για να μας δώσει τις παρακάτω γραμμές:

«Μετά μεγαλώσαμε και οι νεανικές μας περιπέτειες μάς φάνηκαν μάλλον απωθητικές. Οι Μεξικανοί νέοι της ανώτερης μεσαίας τάξης είμαστε καταδικασμένοι να αντιγράφουμε τον Σαλβαδόρ Ελισόντο, που με τη σειρά του αντιγράφει έναν μη αντιγράψιμο Κλοσσόφσκι, ή να παχαίνουμε αργά στο εμπόριο ή στη γραφειοκρατία ή δίνοντας τυφλά χτυπήματα μέσω οργανώσεων αορίστως αριστερίστικων, αορίστως φιλανθρωπικών. Μεταξύ τού Ελισόντο, το έργο του οποίου πια δεν ξαναδιάβαζα, και του ζωγράφου Καβέρνας, καταναλωνόταν η ανεξάντλητη πείνα μας, και με κάθε μπουκιά που τρώγαμε γινόμασταν ακόμα πιο φτωχοί, πιο αδύνατοι, πιο άσχημοι, πιο γελοίοι. Μετά ο φίλος μου επέστρεψε στο Ιραπουάτο κι εγώ έμεινα στο ΟΔ και κατά κάποιον τρόπο καταφέραμε και οι δύο να μη μας απασχολεί πια το αργό ναυάγιο των ζωών μας, το αργό ναυάγιο της αισθητικής, της ηθικής, του Μεξικού και των γαμημένων ονείρων μας».

Το σημείο αυτό βρίσκεται λίγο πριν οι δύο ήρωες εισέλθουν στην τελική ευθεία τού διηγήματος που θα τους φέρει αντιμέτωπους με τα κείμενα του Χοσέ Ραμίρεζ. Ο Μπολάνιο ναρκοθετεί αριστοτεχνικά το κείμενο σε επιλεγμένα σημεία έτσι ώστε να προκαλέσει στον αναγνώστη μια δυσοίωνη αίσθηση σχετικά με τα κείμενα του Ραμίρεζ «[…] ίσως τότε άνοιξε η πραγματική τρύπα, εκείνη που είχα προαισθανθεί στο δήθεν άδειο κτίριο […]», και «[…] μου φάνηκε αναξιοπρεπές αυτό που κάναμε: ένα νυχτερινό παιχνίδι χωρίς κανένα άλλο στόχο από την παρατήρηση της δυστυχίας. Της ξένης και της δικής μας, συλλογίστηκα», αλλά και «[…] είπα πως ήταν απαραίτητο να το διαβάσω [το διήγημα] για να μπορέσω να διαμορφώσω μια σωστή γνώμη. Αυτό είπα, αλλά θα μπορούσα να έχω πει το αντίθετο και να είχα σωθεί». 

Η πορεία προς τα κείμενα του Ραμίρεζ διανθίζεται όμως και από μία ταρκοφσκικών (με έμφαση στο Στάλκερ) επιρροών αφήγηση καθώς οι δύο ήρωες κατευθύνονται μέσα στη νύχτα, μέσα από μια ερημωμένη περιοχή προς το σπίτι – παράπηγμα – «Ζώνη» όπου κατοικεί ο Χοσε Ραμίρεζ. Λέει χαρακτηριστικά ο ήρωας: «[…] την ίδια στιγμή ήξερα πως κατά κάποιο τρόπο εισχωρούσαμε σε μια επικράτεια όπου ήμασταν ευάλωτοι και από την οποία δεν θα βγαίναμε χωρίς να πληρώσουμε τα διόδια του πόνου και της θλίψης, διόδια για τα οποία αργότερα θα μετανιώναμε».

Παραθέτω μικρό απόσπασμα από το σημείο της ανάγνωσης.

«Εκείνος είχε ήδη πάρει ένα διήγημα από τα χαρτιά και τακτοποιούσε προσεκτικά τα φύλλα. Του είπα πως μου φαινόταν σωστό να πάρουμε τα φύλλα και να τα διαβάσουμε στην άνεση του σπιτιού του. Ίσως και να μην ήταν έτσι. Αλλά αυτό το σκέφτομαι τώρα, δεν μπορώ να δω τη σκηνή διαφορετικά, εμένα να λέω καλύτερα να φύγουμε, να αναβάλουμε την ανάγνωση σε ένα πιο ευχάριστο περιβάλλον, και ο οδοντίατρος σαν καταδικασμένος σε θάνατο να με κοιτάζει σκληρά και να με διατάζει να διαλέξω ένα διήγημα στην τύχη και γαμώ το κέρατό μου να αρχίσω επιτέλους να διαβάζω.

Κι αυτό έκανα. Χαμήλωσα τα μάτια ντροπιασμένος, διάλεξα ένα διήγημα και άρχισα να το διαβάζω. Το διήγημα ήταν τέσσερις σελίδες, ίσως γι’ αυτό να το διάλεξα, επειδή ήταν σύντομο, αλλά όταν το τελείωσα είχα την αίσθηση πως είχα διαβάσει ένα μυθιστόρημα» (σ. 267).

Και μετά, προς το τέλος, φιγουράρει μια χαρακτηριστική μπολανική φράση:

«[…] αλλά εκείνη τη στιγμή συνέχισα να διαβάζω. Δεν σταματά ποτέ κανείς να διαβάζει, ακόμη κι αν τα βιβλία τελειώνουν, με τον ίδιο τρόπο που δεν σταματάει κανείς να ζει, ακόμη κι αν ο θάνατος είναι ένα βέβαιο γεγονός» (σ. 268). 

Αλλά τι σημαίνει αυτή η ερεβώδης κάθοδος στον ψυχισμό των ηρώων του; Ο Μπολάνιο μέσα από αυτή τη σχεδόν ιεροφαντική απόπειρά του να συγκεράσει την τέχνη με την ιδιωτική – μυστική ιστορία του καθένα μας, καθώς αποτυπώνει όλες αυτές τις πτυχώσεις της προσπάθειας του οδοντίατρου να συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλία του, τη μυστική ιστορία του, στοχεύει σε κάτι άλλο, πολύ μεγαλύτερο. Μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία των ηρώων του, μέσω των διηγημάτων τού Χοσέ Ραμίρεζ, του αφανή αυτού τιτάνα της συγγραφής, ο Μπολάνιο αφήνει να εννοηθεί ότι μόνο η τέχνη που μπορεί να σε συνθλίψει με τη δύναμή της είναι η τέχνη που μπορεί να σε πάει μπροστά. Μόνο η τέχνη που έχει τη δύναμη να σε κάνει να σταθείς στο χείλος του γκρεμού μπορεί να σου προσφέρει κάτι. Δεν υπάρχει τίποτα παρεκτός αυτό το συμπέρασμα, και αν δεν βάλεις πίσω τις χαμέρπειες και τους κοκορισμούς της αλαζονικής νεότητας δεν μπορείς να νιώσεις το μεγαλείο της τέχνης. Τέχνης, που στο συγκεκριμένο διήγημα, μήτρα της οποίας παρουσιάζεται η μυστική ιστορία τού καθένα μας. Ο Μπολάνιο γεφυρώνει τον καλλιτέχνη με τον άνθρωπο καταφέρνοντας καίριο πλήγμα στην αυτονομία του λόγου, αλλά, ταυτοχρόνως, ενσταλάζοντας μια σπίθα ακεραιότητας στην καρδιά της ύπαρξης του δημιουργού.

Το διήγημα μπορεί να μην είναι μόνο τέσσερις σελίδες (είναι τριάντα), αλλά στο τέλος, αληθινά, σου αφήνει την αίσθηση ότι έχεις διαβάσει ένα μυθιστόρημα. Διαβάζεται υπεύθυνα.