I got sunshine in my stomach
26-12-2017

(Ενημέρωση επί μιας ανόδου στην Κόλαση)

Παραμονή Χριστουγέννων πρωί, βρέθηκα από νωρίς στο πόδι βιαστικός, έχοντας μια ώρα να σκοτώσω πριν ανοίξει η Πολιτεία για μια παραγγελία βιβλίων φίλης. Χειμερινή λιακάδα, αθηναϊκή παγωνιά και σχετική ερημιά – Παραμονή και Κυριακή – στην Ακαδημίας στο ύψος της Ιπποκράτους. Κατηφόρισα αργά προς την Χαριλάου Τρικούπη να βρω το μικρό Έβερεστ, ελπίζοντας. Ήταν ανοικτό, ζήτησα καφέ και σάντουιτς, πλήρωσα και λούφαξα στο κρύο μεταλλικό σκαμνί στη γωνία, να διαβάσω πίσω απ’ τη τζαμαρία το βιβλίο μου μέσα απ’ το κινητό.

Πέρασε κάμποση ώρα έως που άκουσα πίσω μου μια φωνή να δίνει παραγγελία, φωνή μπάσα, αργόσυρτη και νωχελική. Συνέχισα την ανάγνωση αλλά τη συγκέντρωσή μου διέκοψε η διαφωνία του πελάτη με την υπάλληλο. Ήθελε και κόκα κόλα με το σάντουιτς αλλά έλειπαν 80 λεπτά από το σύνολο του λογαριασμού. Αυτός επέμεινε με επιχείρημα ότι είναι χρόνια πελάτης. Ξαναγύρισα στην ανάγνωση όταν στη συνέχεια ήρθε να πιάσει τον χώρο δίπλα μου, όρθιος, η ογκώδης παρουσία του εισέβαλε στην περιφέρεια του ματιού μου. Μασουλούσε ορεξάτος και με θόρυβο – κροταλισμοί της γλώσσας, χτύπημα των δοντιών και μμμπτ!!! των χειλιών, σποραδικά ρουφώντας απ’ το κουτί του αναψυκτικού, καταπίνοντας μια λίγη γουλιά η οποία κατέληγε σε ανακλαστικό μικρορέψιμο. Τα πήρα στο κρανίο – εκεί μέσα οι βουλιμικοί ήχοι του παγιδεύονταν ο ένας μετά τον άλλο, αντηχώντας στα τοιχώματα του κεφαλιού μου.

Κουρδισμένος κι ανήμπορος εγκατέλειψα το στόχο να διασχίσω τα 23 λεπτά του δείκτη στα κάτω αριστερά της οθόνης ως το τέλος του κεφαλαίου, πριν φύγω για το βιβλιοπωλείο. Παράτησα την ανάγνωση κι έπιασα την περιήγηση στο Facebook να χαλαρώσω, να περάσει η ώρα με το χάδι πάνω κάτω του αντίχειρα στην οθόνη, χτυπώντας κλικ με το δείκτη του άλλου χεριού. Πρόσθεσα έτσι ώρα μου στο χρόνο, πριν κι αυτήν ακόμα την αυτόματη λειτουργία διακόψει ένα μεταλλικό, νευρικό και γοργό αλλά άρρυθμο χτύπημα συνοδευόμενο από παιδική κακοφωνία. Κέντρο Αθήνας, γυφτάκια σκέφτηκα. Δεν γύρισα να δω αλλά κοίταξα την ώρα πάνω δεξιά στην οθόνη, περασμένες 11. Ώρα να την έκανα πριν να πλακώσουν όλοι, να βρω τα βιβλία στα γρήγορα. Όλη αυτή η άσκοπη αναμονή ν’ ανοίξει το κατάστημα… Μια φορά το χρόνο που μπαίνω σε βιβλιοπωλείο και φέτος έτυχε να είναι Παραμονή Χριστουγέννων… Χριστουγεννιάτικα θυμήθηκε κι αυτή το Χρυσό Σημειωματάριο και κάτι άλλους αρχαίους. Με ρωτά λοιπόν τότε ο τύπος δίπλα, αργόσυρτα και βαριά, με άφωνα ρ, αν είναι Χριστούγεννα ή Παραμονή. Μη σηκώνοντας μάτι από οθόνη και αντίχειρα, απάντησα σιγανά και κοφτά, ανοιχτά μαγαζιά και κάλαντα, Παραμονή θα είναι.

Τότε ακριβώς έβγαλε φωνή, αφού πήρε μεγάλη ανάσα. Φωνή χαμηλή αλλά σε πλήρη ένταση ταυτόχρονα, λαμπρή κι ατσάλινη, λυγμό δυνατό και κλάμα αντρίκιο. Ψίθυρος αναστεναγμός που μου έσπασε τα τύμπανα και καρφώθηκε να μου καθαρίσει το κρανίο πριν βουτήξει κατακόρυφα να μου αρπάξει κεραυνός το στομάχι. Ξεκάθαρη η άρθρωσή του, το ρ στάθηκε δυνατά στα πόδια του, ριζωμένο:

Χριστούγεννα, μια κόλαση είναι!

Κοκάλωσα. Όλη μου την προσοχή τράβηξε αυτή η φράση, η φωνή αυτού του ανθρώπου, της παρασκιάς στο οπτικό μου πεδίο. Φωνή λες και τινάχτηκε από πηγή ερμητικά κλεισμένη μακριά και μέσα του, διάφανης, κρυστάλλινης και ξάστερης. Απ’ ένα αντίστροφο φωτεινό σύμπαν, αντιδιαμετρικό καθρέφτη του ουρανού, αναδιπλωμένο φως εκατομμυρίων ήλιων, συμπιεσμένο μέσα του.

Γύρισα σαστισμένος να τον κοιτάξω, γύρισε και αυτός. Ένα τεράστιο πρόσωπο, κρεμασμένο, λιπώδες και κέρινο, το βλέμμα μου άγγιξε το άδειο του βλέμμα. Γέλασε με γέλιο παιδιού, ζαβολιάρικο. Με την αρχική αργή φωνή, τη μπερδεμένη με τα παγιδευμένα ρ, μου είπε τρέχω στο σπίτι να κλείσω πόρτες και παράθυρα, δεν θ’ ανοίγω σε κανέναν. Ξαναγέλασε σκανδαλιάρικα.

Θυμήθηκα αυτό το βλέμμα, βλέμμα μιας ηλικιωμένης συναδέλφου, μεγάλης σε ηλικία, μόνης, όταν ψάχνοντας το δικό της προϊστάμενο, μου ζήτησε άδεια να φύγει γιατί ο γιατρός της είχε αλλάξει τα χάπια και της έρχονταν να πέσει κάτω.

Ο γαμημένος ο γιατρός τον χαπακώνει να τον ξεφορτώνεται, σκέφτηκα την ώρα που σήκωσε το κουτί της κόκα κόλας για να καταπιεί, μ’ ένα οριστικό γκλουπ!!!, όλο το υγρό πριν αφήσει μια ρεψιά, δυνατή και πλήρη, την κάνει με σβελτάδα για την πόρτα κι εξαφανιστεί στο δρόμο.

Κενό το σημείο που στεκόταν δίπλα μου. Ήταν η ώρα να ακολουθήσω, ν’ αποχωρήσω. Αφού σηκώθηκα, ζήτησα απ’ την υπάλληλο να πληρώσω τη διαφορά που έλειπε για να κλείσει ο λογαριασμός της παραγγελίας του κυρίου. Του κυρίου του ευτραφή, του κάπως, διευκρίνισα.

Με καθησύχασε η υπάλληλος, είναι πελάτης, τον γνωρίζουν. Το φρόντισαν, να μην ανησυχώ, μου είπε με ανατολικοευρωπαϊκή προφορά. Έγνεψα το κεφάλι μου και μ’ ένα οκ χαιρέτησα. Αντευχήθηκε μ’ ένα Καλά Χριστούγεννα και απομακρύνθηκα από το καταφύγιο του Έβερεστ. Άφησα τη μόνη απουσία του ενός, έτοιμος Χριστουγεννιάτικα για το στρίμωγμα της πολύφωνης σοφίας του πλήθους.

Keep on turning.