(* μια γυναίκα, κάποτε, σε δάσος στην Καλιφόρνια)
Δέκα μέρες από το πέρασμα του κυκλώνα, αγόρασα 30 μέτρα καραβόσκοινο, έκοψα το σχοινί στα δύο, και το έδεσα σε δυο σημεία στο γερμένο κορμό του κυπαρισσιού. Τρεις άντρες το τραβήξαμε, σιγά σιγά, από δύο μεριές. Νιώσαμε το βάρος του, υγρό και πυκνό, κορεσμένο από νερό. Κι ένα τρίξιμο, σαν από οίδημα στους σπασμένους τένοντες της ρίζας. Δέσαμε το σχοινί σε δύο μεγάλες πέτρες του κήπου, σε κοτρώνες γηγενείς, ενδημικές.
Το φέραμε στα ίσα, σχεδόν όρθιο, αφήνοντας μια ελάχιστη κλίση. Με το μαλακό, σταδιακά, την επόμενη φορά, να μη πληγώσουμε περισσότερο τη ρίζα. Νερό χρειάζεται η ρίζα, εκεί που έκλεισε κι άρχισε να επουλώνεται το σκασμένο χώμα.
Θα κρατήσω τα σχοινιά ένα χρόνο. Να ξανανιώσει, να στανιάρει και να σταθεί μόνος ξανά ο κορμός. Να μου δείχνει το δέντρο σαν κάθομαι στο μπαλκόνι δεξιά από ‘κει που θα ανατείλει σε ξάστερο βράδυ η καρδιά του Κυνηγού. Ώριμο φθινόπωρο, πριν την επέλαση του χειμώνα.
Πόδια κόντρα στη γη, στα χέρια μου όση δύναμη μπορώ στο σχοινί, το σχοινί σηκώνει το δέντρο και το δέντρο γνέφει και δίνει σήμα στον Ωρίονα ν‘ ανέβει.
Βραχότοπος ήταν πριν χρόνια ο κήπος μου. Λίγες γέρικες ελιές. Έφερα εργάτη με το μηχάνημα να σπάσει βράχους, έφτιαξα πεζούλες με τα χέρια μου. Έφερα και χώμα να φυτέψω. Αρχική απειρία και άγχος, με το βιβλίο και το google. Κοίταζα επίμονα, ανυπόμονα και με τύψεις την κάθε πληγή που άνοιγε σε τρυφερό φλοιό η αδεξιότητά μου.
Σιγά σιγά αντρώνονται τα δέντρα μου και μαζί τους στυλώνεται η καρδιά μου. Σε πείσμα του χρόνου μου και της αυξανόμενης κούρασης του κορμιού μου. Σκληρότερη καρδιά αλλά αποτελεσματικότερη στους χειρισμούς της. Χωράει περισσότερη αγάπη. Πυκνή, δίχως να ξεχειλίζει, να δείχνει και να ξοδεύεται.
Πέρα από τον κήπο υπάρχει μια γέρικη αμυγδαλιά. Ρώτησα τη γειτόνισσα, συνομήλική μου, αν ήξερε ποιός τη φύτεψε. «Έτσι το θυμάμαι το δέντρο, μεγάλο», απάντησε, « – από παιδί όταν μασούσαμε τη γόμα του κορμού του»
Έτσι θέλω να γνωρίσουν και να θυμούνται παιδιά τα δέντρα που φύτεψα – αντρειωμένα, γνώριμα και οικεία δέντρα σε παιδιά ενός μέλλοντος όταν κανένας δεν θα με γνωρίζει και θα θυμάται.