Σταρδέλη, Παπαευαγγέλου, Αθανασιάδης, Ελευθεριάδου, Γαβριηλίδης, Γεροντίδης. Οι έξι φιλόλογοί μου στα Γιαννιτσά. Τους θυμάμαι με ένταση και αγάπη, όπως τον κάλο στην άνω φάλαγγα του μεσαίου δακτύλου από το στυλό, τον γυμνό από δέρμα μικρό κύκλο στη βάση του αντίχειρα από το κουπί, τις ματωμένες χαρακιές στην σάρκα του δείκτη από το νευρικό γύρισμα των σελίδων.
Ως τραυλό δασκαλοπαίδι, μου φέρθηκαν αβρά και άδικα για τους άλλους συμμαθητές μου, που έπρεπε να καταβάλουν δεκαπλάσια προσπάθεια για να προκαλέσουν έναν χαλαρό έπαινο. Επειδή ήμουν ορθογράφος και οι εκθέσεις μου καλές, ουδέποτε σκέφτηκαν να λάβουν υπόψη πως ουδέποτε απάντησα σε γραμματική ή συντακτική παρατήρηση, δισιπλίνες τις οποίες σιχαινόμουνα. Απεναντίας, στον τομέα των παρατηρήσεων που αποκαλούσαν «πραγματικές» δηλαδή που βρίσκεται η Ηετιώνεια πύλη και ποιαν ακριβώς ηγάπα ο Αχιλλεύς Παράσχος, ήμουν περιγραφικός και αναλυτικός.
Ωστόσο, επειδή υπάρχει και φιλότιμο, μου δημιουργήθηκε από τον έντονο χατιρισμό, η αίσθηση πως ήμουν καμποτίνος του κερατά, αίσθηση που ουδέποτε με εγκατέλειψε. Και η ενασχόλησή μου με την λογοτεχνία, από το 1962 και εφεξής, διατήρησε αυτόν τον ομολογιακό, ενοχικό, μυστικό χαρακτήρα.
Με αυτήν την εισαγωγή, εξηγώ ινατί η γνωριμία με τον Γιώργο Σαββίδη, μου δημιούργησε τόση, μα τόση ντροπή. Διότι τον Γιώργο, τον ντρεπόμουν. Ακόμη τον ντρέπομαι.Τελείως αισχυντηλός. Ντροπιάρης. Με κόκκινα αφτιά. Ακόμη.
Πριν τον γνωρίσω, τον διάβαζα. Πρώτη φορά, στον τόμο «Για τον Σεφέρη» του 1961. Είχα μόλις αγοράσει την τρίτη έκδοση των Ποιημάτων του και η περιδιάβαση στο «Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν» μου υπέδειξε έναν τρόπο ξεστραβώματος. Μετά, στις «Εποχές», στον «Ταχυδρόμο». Στον δίτομο Καβάφη του «Ίκαρου». Ώσπου να εισβάλουν, το καλοκαίρι του 1964 οι σουρεαλιστές και οι μπίτνικς στον βίο,η δίκλωνη γοργόνα μου ήταν περιορισμένη μεταξύ ΓΣ και ΓΠΣ.
Το πρώτο στοιχείο που με είχε συναρπάσει ήταν πως ο φιλόλογος δεν έδειχνε φανερά την προτίμηση και την συμπάθειά του στο ερευνούμενο έργο ή στον δημιουργό του. Έκρινε αρκετή, για τον αναγνώστη του, την σύμβαση πως ο ίδιος είχε ασχοληθεί.
Για τους φιλολόγους που γνώρισα ως αναγνώστης, είχα σχηματίσει μια μάλλον ανακριβή εικόνα, κατά πάσα πιθανότητα επειδή η μόνη μου σχέση με αυτήν την επιστήμη, ήταν ένα κίτρινο φοιτητικό δελτίο που απέκτησα το 1974, μετά την αρχιτεκτονική, όταν γράφτηκα στην Φιλοσοφική.
Κι αυτό δεν βελτιώθηκε από την κατάποση αναριθμήτων έργων του τομέα, διότι οι άνευ διδασκάλου μορφώσεις ευνοούν απλώς την άκριτη ευρυμάθεια, τουλάχιστον όταν δεν σε εκβιάζουν οι ανάγκες του βίου. Στον Σαββίδη δεν έβρισκα την διεξοδική υπερπαραγωγή παραπομπών και σημειώσεων των πρωτοπόρων, μήτε τον ένθεο, μαζί και μανικό ενθουσιασμό των οπαδών του Σολωμού ή του Κωστή Παλαμά, συχνότατα εχθρικών μεταξύ τους. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος και στην πιο κοφτή του πρόταση, έγραφε μέρος μιας μεγάλης σύνθεσης ενός έργου αναφοράς, του οποίου η αρχή και το πέρας δεν είχαν πλήρως οριοθετηθεί.
Κι αυτή η διαπίστωση, έφερε την επόμενη. Επρόκειτο περί ατόμου που είχε και άλλα ενδιαφέροντα. Κι αυτό, πριν γεμίσει το κυλικείο της παλιάς Φιλοσοφικής με διαδόσεις, για το στυλ και την άφωνη εγκαρδιότητά του, τον τόνο της φωνής του που σπανίως υπερεκχείλιζε από τα μόλις ανοιγόμενα χείλη του. Οι καθηγητές δεν ήταν γενικώς εγκάρδιοι στα καλφόπουλα που εκπαίδευαν και για τον Γιώργο, οι φήμες τον ήθελαν τόσο εγκάρδιο, όσο και καλοφαγά. Όταν ο Καλοκύρης γύρισε το 1968 από το αγροτικό του στα Γιάννενα, ξεχείλιζε από εκτίμηση για αυτόν. Και μήνες πριν στηθεί το «Τραμ», με ταμία τον Σουλιώτη, οι ύμνοι ήταν στερεοφωνικοί.
Στο «Τραμ», η βοήθειά του ήταν μεγάλη, αλλά καλύτερα να την επεκτείνω στην προσωπική επιρροή που διέθετε στους δύο φίλους μου. Ήταν μια καλή επιρροή, σε μια παρέα μετεφήβων που σπανίως αποχωρίζονταν το φτυάρι της επίχωσης του βίου και της πολιτείας των μεγαλύτερης ηλικίας δημιουργών.
Προσωπικώς και δια χειραψίας, η γνωριμία μας συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Παρεκτός και μου έχει διαφύγει κάποιος στιγμιαίος χαιρετισμός νωρίτερα. Η αναβολή μου από τον Στρατό, καθώς έσβηνε το φυτιλάκι της, με οδηγούσε στην κοινωνικότητα. Κι έτσι, τον γνώρισα, σε ένα μάθημα, όπου συνυπήρχε με τον Μαρωνίτη, σε ένα παράξενο ακροατήριο. Οι μισοί, κατενώπιον, ήταν φοιτητές και στις πίσω καρέκλες ο Γιάννης Πάνου, η Ρούλα Πατεράκη και τουλάχιστον δέκα θαυμαστές. Οι δυο τους εναλλάσσονταν πάνω σε έναν σεφερικό στίχο και ημείς, κεχηνότες, απολαμβάναμε. Στο τέλος τόλμησα μια παρατήρηση που είχε τον χαρακτήρα ερώτησης, όπως συνηθίζουν ο νιζνάμηδες να διανθίζουν τον λόγο τους, μη και τους ποτίσουν ρετσινόλαδο: «τι κάνεις Ντήμκο; Καλά είμαι;».
Ο Γιώργος ανασήκωσε τα φρύδια του και χαμογέλασε. Και τα τέσσερα φρύδια του, επιμένω.Ο Μαρωνίτης απάντησε και χειραφετηθήκαμε έξω , στον διάδρομο. Αυτό ήταν. Μήτε σημειώματα, μήτε συναντήσεις.
Μία των ημερών, τέλειωνε το 77, μου τηλεφώνησε. Είχε λάβει την συλλογή «Προσπέκτους» από τα Τραμάκια. Με δίψα περίμενα την κρίση του.«Γράφεις ότι τρως αυγά το απόγευμα με αλεύρι. Έχεις κάποια συνταγή;» Του εξήγησα ότι για να μη μπερδεύονται στο τηγάνι, τα χώνω σε καβουρντισμένο κριθάλευρο με αγελαδινό βούτυρο, στο λεγόμενο χαβίτσι». «A, αυτό κάνεις» απαντά. «Tον ξέρω αυτόν τον τρόπο».
Ακολούθησαν πέντε τουλάχιστον χρόνια, σε διάφορα σπίτια και διαμερίσματα, κυρίως στο δίπατο που αργότερα έμεναν οι Μοσκώφ, στο Καραμπουρνάκι αλλά και σε σύντομους περιπάτους με όρια είτε ένα χωστό μαγαζάκι απέναντι από το αρχαίο στρατηγείο του Δάγκουλα, περιοχή Θυμέλη , έως το σχετικά μακρύ(για μπαγιάτηδες) ταξίδι στο στενό της Καλαποθάκη με τα λαμπρά θαλασσινά.
Μια μέρα σκάρωσα από μια νεότερη και άσημη ποιητική ανθολογία δύο δωδεκάστιχα ποιήματα, ξεφυλλίζοντας απλώς και επιλέγοντας τον πρώτο στίχο από ένα ποίημα, τον δεύτερο από το επόμενο και ούτω καθεξής. Του τα έδειξα και με κοίταξε πονηρά. Στο τέλος παρατήρησε πως οι πρόσφατοι ποιητικοί νόμοι, όντως οδηγούν σε ποίηση που τουλάχιστον δεν είναι ασύντακτη, κατ΄αυτόν ένδειξη ότι σε πολλές περιπτώσεις ,έχουμε μπει σε μια απίστευτη συμβατικότητα.
Δυο σκηνές. Στην πρώτη, στην αυλή της θάλασσας, ξεκινήσαμε από το «σαιξπηχήρειο τούτο φοξ» και μέσα στην κουβέντα, ξεστόμισα τη λέξη «ραγκτάιμ», εννοώντας ένα είδος τζαζ στην οποία είχε διαπρέψει ο Αλ Τζόλσον. Με κοίταξε σοβαρά, είπε «νομίζω πως θα σε βοηθήσει να μάθεις για τo ραγκ», σηκώθηκε, βεβαιώθηκε πως δεν υπάρχουν έπιπλα σε τέσσερα τετραγωνικά, και τα είδα όλα: ανέφερε την εξέλιξη, τις φάσεις, τις επιρροές, τους καλλιτέχνες, τραγούδησε, έκανε χορευτικές κινήσεις, μιμήθηκε πνευστά με το στόμα , πλήκτρα και έγχορδα με τα δάχτυλα, κι έπειτα κάθισε δίπλα μου, χτύπησε φιλικά το γόνατό μου και είπε κατευχαριστημένος «κατάλαβες τώρα;»
Στη δεύτερη σκηνή, μου τηλεφώνησε : «θα βγούμε με τον Σικελιώτη και σε θέλω στην παρέα». Βρεθήκαμε, έξι ή εφτά άνθρωποι, στην πλατεία Τερψιθέας, στο Ίγγλις. Βράδιασε για τα καλά, το μαγαζί δεν είχε τίποτε άλλο να μας σερβίρει, οι διάλογοι ήταν αντάξιοι πραγματικών δειπνοσοφιστών, οι δυο τους λαχτάρισαν ψαρικά και όστρακα, η παρέα αραίωσε αποκαμωμένη και προστέθηκαν άλλοι μουστερήδες στον δρόμο. Στην Καλαποθάκη, η κατάσταση έγινε χαρούμενη, εκρηκτική και ο Γιώργος έκανε τον Σικελιώτη να ξεχάσει τα βάσανά του. Τέλος δεν υπήρξε, διότι θυμήθηκαν ότι απείχαμε δυό βήματα από τους λουκουμάδες του «Ολύμπιον» και μας περίμενε ένα λαχταριστό καζανάκι νέας εσοδείας που καταναλώθηκε εύκολα. Καπάκι σε αυτά, ένας θαυμαστής τον εντόπισε και έφερε ένα βαρελάκι πράσινες ελιές Χαλκιδικής, χωνευτικότατες, που φαγώθηκαν σαν φιστίκια.Βγήκαμε να μοιραστούμε στα ταξί, και η Αριστοτέλους, έρημη,έμοιαζε γκιουλ μπαχτσές από την συγκίνηση.
Πάνω από δέκα φορές που ανταμώσαμε, σε θάλασσες και γραφεία, σε σαλόνια και καφενεία, θυμάμαι κάθε λέξη του και κάθε μορφασμό,κι εκείνο το βλέμμα που αφόπλιζε αυτόματα όποιον τολμούσε από ακρισία ή ζήλεια να ξεφύγει από την εγκάρδια ετικέτα που όριζε για τον καθένα. Στις αναίτιες, πλην απόλυτα σαλονικιώτικες χοντράδες που μερικοί του ξαπόστελναν, δεν άλλαζε διάθεση και στάση, δεν αναζητούσε εύνοιες και συμμάχους.
Μια περίοδο απέδιδα την ζέση του στην Μικρασία. Μια ρίζα του ήταν από την Ευδοξιούπολη, στον δρόμο προς την Καππαδοκία και τους Επεσλήδες, ενώ ο Καβάφης ήταν Πολίτης και αγαπούσε τα Θεραπειά, κάπως δύσκολα για τον Σεφέρη, τον μαθημένο στα Βουρλά της Σμύρνης.
Μετά από τόσα χρόνια, κατέληξα πως παρέμεινε ευγενής αμφιτρύονας σε έναν κήπο με ροδώνες (αυτό θα πει γκιούλ μπαχτσές) δοκιμάζοντας ασταμάτητα τους άλλους χωρίς να συνερίζεται κανέναν. Τέτοιον άνθρωπο ντρεπόμουνα δικαίως, να μου παρέχει άνεση ου ην τυχούσαν, και σας βεβαιώνω πως όταν φοράω το πουκάμισο ή την καμπαρντίνα που μου έδωσε ο Μανόλης να έχω να πορεύομαι, υπήρχαν στιγμές που τον αντάμωνα στην πλατεία Αιγύπτου και στον Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, και πάντα αισθανόμουν τη ματιά του να περιεργάζεται το περιβάλλον με ηρεμία.
Ο Γιώργος Σαββίδης, εδώ και τριαντατρία χρόνια, με άγχωσε με τον καταρρέοντα χρόνο. Δεν έχω λάβει πιο πολύτιμο δώρο στη ζωή μου. Αυτό που μου δίδαξε είναι η απόλυτη ανατροπή της σύμβασης πως υπάρχει δημιουργία στην οποία έχουν δικαίωμα ανάκτισης τόσο ο χαλκέντερος, όσο και αυτός που γράφει σπάνια. Μου έμαθε ότι υπάρχει ένα στερέωμα λέξεων που ορίζει έναν θόλο πάνω από τα κεφάλια μας, και πως η γραφή είναι μια αξίνα ή ένα μαλακό σκουπάκι που τον κατεδαφίζει, αργά ή νευρωτικά.
Ότι μπορείς να έχεις στυλ ή να είσαι αγροίκος, να φιλοσοφείς ή να επικρίνεις, αν έχεις την πολυτέλεια ή την εντύπωση πως έχεις καιρό μπροστά σου. Αλλά ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός.
Θα τον θυμάμαι και θα τον πενθώ, ως την τελευταία μου πνοή.