Δεν θα διαλέγω μεταξύ χαβαλέδων και φοβικών!
Το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να μας ενδιαφέρει εμάς, τους απέξω, τους μη ανήκοντες στην διφωνία των «μονομάχων» είναι να μας ενοχλεί η ατσαλωσύνη τους, το εξοργιστικό τους ψευδολόγιο, η σπαρίλα και η μικροπρέπειά τους. Ναι, μας φαίνονται σιχαμεροί και αυτό είναι δικό μας πρόβλημα. Ακόμη και ο μαλάκας, έρχεται ώρα που ανανήπτει, επειδή τον φοβίζει είτε ο θάνατος είτε που χάλασε μια γκομενοδουλειά.
Από καιρό ο μέσος Συριζαίος αναμασά στερεότυπα, στον βαθμό που ο νεοδημοκράτης μασάει την ίδια τσίχλα μέρες και νύχτες. Αμφότεροι έχουν ατυχήσει στους ηγέτες τους και είναι ανάξιοι να κυβερνήσουν. Και καθώς έχουν φροντίσει να μην υπάρχει θεσμός και υπηρεσία ικανή να λειτουργήσει χωρίς να την κάνουν στράτα στρατούλα οι αποπάνω, πέφτουμε στην ανάγκη τους.
Όταν ακούτε «αυτό δε γίνεται» να είστε βέβαιοι πως εννοούν «προτιμώ να πεθάνω παρά να το δω να γίνεται». Δεν δουλεύουν. Δεν έχουν διάθεση, μήτε κίνητρο. Και οι δυο τους. Τύποι σαν τον Φλαμπουράρη, αδειάζουν τα καφενεία όταν τον βλέπουν να μπαίνει ορεξάτος για κοζερί. Και τα νεοδημοκρατικά φυντάνια, μια κοψιά σε όλα-στο κοστούμι, στις εκφράσεις, στις κουβέντες. Με σβησμένα μάτια.
Στην ουσία, η κριτική εναντίον τους, καθώς προέρχεται από αμέτοχους στην δρώσα πολιτική ανθρώπους, εξασφαλίζει μια καλή νεκρολογία των αμέτοχων απ’ όλες τις παρατάξεις, επειδή δεν συμμετείχαν σε κάτι πολιτικά δημιουργικό. Δεν ξέρω εάν ο Ροΐδης θα ήταν καλός υπουργός, που βρίσκεται ο Σεφέρης την ώρα που έγραφε το πρώτο ανακοινωθέν για τον πόλεμο, εννοώ ως υπάλληλος και τι πουλιά θα κατέβαζε ο Παπαδιαμάντης αν έστρεφε το μουσκέτο του σε μια υπεύθυνη, υπηρεσιακή σχέση. Ίσως αυτός που κριτικάρει, έχει παχυλά ανακριβή ιδέα για τον εαυτό του. Είναι πάρα πολύ εύκολο να διαδίδεις αληθοφανείς και πειστικές απόψεις. Κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια. Όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, και κατάργησε τους Γενικούς διευθυντές, ήμουνα δημόσιος υπάλληλος, κατόπιν διαγωνισμού. Και μας έφερε στην υπηρεσία ένα κορίτσι, ως Διευθύντρια Αναστήλωσης, που απλώς δεν ήξερε. Τίποτε. Μπορεί να έπαιρνε το πτυχίο της. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και είδα το ονοματάκι της να έχει μελετήσει ένα μεγάλο κάστρο στην Πελοπόννησο. Μαθαίνουν, ξέρετε, μαθαίνουν. Και τα άσαρκα και τα μέτρια με ολίγη και τα άσχετα.
Δεν είναι η χαχαμουχίαση του Τσίπρα στο Βελιγράδι. Είναι και ο Σταθάκης ίδια κοψιά, όταν μιλάει χαλαρά για κάτι ανακατώματα, κρυμμένος πίσω από ένα χαρτομάνι αποφάσεις και εντολές. Κι όμως, το καιρό που ήταν εκτός κυβέρνησης και εξουσίας, κατάφερα να απομονώσω μια έξυπνη πρότασή του σε συλλογικό έργο και να παραπέψω σε αυτήν. Οι άνθρωποι έμαθαν τη δουλειά, δηλαδή να δίνουν παρατάσεις στα φλέγοντα ζητήματα, όπως και «οι άλλοι». Κι αν προτείνουν οι κυβερνητικοί για Αθήνα και Θεσσαλονίκη άτομα χωρίς πρόσωπο, στην ουσία δουλεύουν για δεκαετίες μελλοντικές που θα σας πουλάνε και μούρη. Και συμπαθάτε με, πολλοί που ασχολούνται με την διακυβέρνηση, δεν είναι «παλιά λεφτά» (ιδιότητα που σε κρίνει όταν αναμετρηθείς μαζί της) αλλά έχουν στρώσει το νοικοκυριό τους, φροντίζοντας, λόγου χάρη, όταν μας χώσανε στα capital controls, να αποκτήσουν στασίδι εξωχωρίως και ενδοφλεβίως, διότι η χώρα που υπηρέτησαν, έμοιαζε να μπατάρει.
Η δικτατορία που θα μας γαμήσει όλους, ζωντανούς, αποθαμένους και αγέννητους, δεν θα διαθέτει την στρατοκαυλίαση που ξέραμε, μήτε θα δείξει επιείκεια στους άτολμους. Δεν γίνεται όμως να αντιδράς ρητορικά. Δεν πιάνει το κόλπο. Τους μελλοντικούς συνεργάτες μιας μελλοντικής αυταρχικής επικράτησης, τους βλέπω ήδη. Ανάμεσά τους είναι και μπάχαλοι, και σκατόψυχοι και οπαδοί τρελών αγελάδων και ηθικοπλάστες και ό,τι πεις.
Οργανικά, τίποτε δεν άλλαξε από τη δολοφονία ξέρετε τίνος. Δεν ξέρω περίοδο που να μη φλερτάραμε με το προτεκτοράτο. Αλλά μερικά πρόσωπα, παραμένουν πρότυπα, επειδή έδειξαν πρόσωπο και έργο. Από κάθε ιδεολογία και κάθε αντίληψη. Για εμάς τους υπόλοιπους, μένει το χιόνι. Εκείνο με το οποίο φτιάχναμε γλύστρες και χαιρόμασταν. Ίσως μια αδέξια λύση θα ήτανε να κόψουμε το «ναι μεν αλλά». Από τον Σαββόπουλο θα κρατώ τους Αχαρνής. Από τον Δημήτρη Μυράτ ,που κάθησε δίπλα μου το 1962, επειδή έτσι επέβαλε η σκηνοθετική τεχνική του «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο Αθηνών, το 1962. Κι ας ήταν ο ένας γραμματέας του ΕΑΜ στην Αθήνα, και δεν βοήθησε την Παπαδάκη κι ας βγάζει ο άλλος την Καλομοίρα από μια τούρτα.
Θα έρθει κι ο δικός σας καιρός, ζαβλάκια, κούδεβλα και ξυπνάκηδες. Θα τον φτύσετε τον κουραμπιέ. Τώρα μόλις σκέφτομαι τις γενιές που πέρασαν, τι έσουρναν για εμάς. Δικαίως. «Θα κάνω πρώτος το στενό μου βήμα» που σονέτισε κάποτε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αλλά το κρίμα επιμένει και δεν εξαφανίζεται.
Τελειώνω. Ακόμη κι αν τους ψηφίσετε, μέσα σας μη κόβετε τη μούτζα, την καχυποψία και την απατεωνία. Την δικαιούνται. Τόσοι ήταν, κούτσικοι, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.