Ήταν στις αρχές του περσινού καλοκαιριού όταν ξεκίνησαν οι εργασίες στο εγκαταλειμμένο κτίριο στη συμβολή Λιοσίων και Αχαρνών. Νόμιζα ότι η ανακαίνιση γινόταν για μετατροπή σε διαμερίσματα ή ξενοδοχείο. Κάποια στιγμή σταμάτησε οποιαδήποτε δραστηριότητα και θεώρησα ότι το εγχείρημα είχε ξεμείνει από λεφτά. Κρίμα, σκέφτηκα, γιατί το παλιό κτίριο είναι όμορφο. Αλλά το εγχείρημα δεν ναυάγησε, το διαπίστωσα όταν διάβασα ότι επρόκειτο για Κέντρο Αστέγων του Δήμου με τον κάπως βαρύγδουπο (για το αυτί μου) τίτλο Πολυδύναμο Κέντρο Άστεγων του Δήμου Αθηναίων.
Δεν έχει βέβαια σημασία ο τίτλος, σημασία έχει ότι στις μέρες της καραντίνας επιστρέφοντας σπίτι, κόβοντας όπως πάντα από την Πλατεία Βάθης, τους πρωτοείδα αρχές Απριλίου σε τραπέζια κάτω από την παρόδια στοά του κτιρίου, φρεσκοπλυμένους να πίνουν καφέ, να συζητούν, να παίζουν τάβλι (διάβασα επίσης ότι πραγματοποιήθηκαν στο νέο Κέντρο τεστ για κορονοϊό μαζί με άλλες εξετάσεις).
Οι περισσότεροι καθισμένοι σε τραπέζια από τη μεριά της Αχαρνών, όπου τα απογεύματα είχε σκιά. Και είδα έναν μόνο, τις φορές που πέρασα απόγευμα, που τραβούσε την καρέκλα του προς τη μεριά της Λιοσίων η οποία βγαίνει λοξά στην Πλατεία, τη μεριά που έπεφτε το ανοιξιάτικο απογευματινό φως. Κάθε φορά που τον είδα ήταν μόνος και διάβαζε.
Ευεργετικό εκείνο το φως των ημερών του αποκλεισμού των SMS, κάπως μπερδεμένο και άχρονο, μπερδεμένο με ψύχρα και βροχή, δίχως να θυμόμαστε ακριβώς πότε και πώς.
Σκέφτηκα ότι αν τον συναντούσα να διαβάζει καθισμένος σε στρώμα σε κάποιο πεζοδρόμιο, δεν θα ρωτούσα τί διάβαζε από ντροπή. Από δική μου ντροπή. Τώρα που βρίσκεται στο Κέντρο, τώρα που τραβάει παράταιρα την καρέκλα για να διαβάσει μόνος τ’ απογεύματα, πάλι δεν θα τον ρωτήσω, σεβόμενος το δικό του χώρο που δημιούργησε κάτω από την κοινή στέγη που βρέθηκε γι’ αυτόν. Η οποία ελπίζω να μην είναι προσωρινή.
Ποτέ λοιπόν δεν θα μάθω για το βιβλίο που διάβαζε, ούτε ποια βιβλία του αρέσουν να διαβάζει, καθώς θα συνεχίσω να προσπερνώ.