Μερικές φορές, τελευταία περισσότερες, με κατατρέχουν ανόητα ερωτήματα, στα οποία ωστόσο παλεύω να απαντήσω. Για παράδειγμα: πόσο «δεξιό» ήταν το ροκ, η πεφιλημένη μου ροκανρόλα;
Συνήθως η απάντηση προέρχεται από το παρασυμπαθητικό σύστημα και είναι ξερή ωσάν πανσές τον Φεβρουάριο. Ήταν τελείως δεξιό!
Όταν το ξανασκέφτομαι, θεωρώ την απάντηση τελείως ηλίθια, καθώς δεν έχω άλλο επιχείρημα παρεκτός που ο Καρατζαφέρης στα περιοδικά του νιάτα, προσέφερε στην νεολαία ροκ στίχους με ελληνικό αλφάβητο: γιου γκονα λουζ δατ γκέρλ, και παρόμοια. Και ο Καρατζαφέρης δεν ήταν αριστερός. Mάλλον. Έλα όμως που οι εκ παίδων συνειρμοί, σε άλλα καλούσαν: πρωτάρχισα να μαγεύομαι από το Tutti frutti υπό την νεοελληνική εκδοχή του «τζούρι φούρι» (Wop bop a loo bop a lop bom bom) που μου προσέφερε ο Ριχάρδος ο Υπομείων (little Richard) το 1957, στα εννιά μου χρόνια, από το ηλεκτρόφωνο που διέθεταν οι κόρες του Αρβανίτη, γείτονος. Και αυτό το τζούρη φούρη δεν κολλούσε συνειρμικά, παρά στην Πασιονάρια της χώρας των Βάσκων, την θρυλική Ντολόρες Ιμπαρρούρι που φώναξε το Νον Πασαράν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ήτοι «Τζούρι φούρι/ Ιμπαρούρι». Αισθανόμουν και πριν διαβάσω Μακρυγιάννη, πως ήμουν ικανός να «φτιάξω ένα τραγούδι».
Έτσι, με τζούρι φούρι χορέψαμε ροκ με τον Μπίλη στο πρώτο μπαλντανφάν στα Γιαννιτσά, και είδαμε κλεφτά από τον εξώστη του «Ρεξ» το «Ροκ» ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου. Βέβαια, ο Μπιλ Χαίηλη στην Ζούγκλα του Μαυροπίνακος ήταν μουσικό χάλι όταν ο Γκλεν Φορντ σάπισε στο ξύλο τον Βικ Μόροου, αλλά με τους Αμερικάνοι μας διέτρεχαν αληγείς άνεμοι καχυποψίας, διότι αι ιδεολογίαι των υπέφεραν από βασανιστικά ουμανιστική νοοτροπία που σου απαγόρευε να είσαι περίεργος έως το τέλος της ταινίας. To είχα τεστάρει καθώς ο λατρεμένος μου Frank O’Hara έγραφε στο Ave Maria πως τα παιδιά στο σινεμά they will know where candy bars come from/ and gratuitous bags of popcorn/ as gratuitous as leaving the movie before it’s over.
Ο Πρίσλεϊ και αρκετοί πιανίστες, ειδικά χειριστές του Great balls of fire ως ο Τζέρι λη Λιούις πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν το ροκ, χάριν τραγουδιών άκρας μελούρας, έστω και με σεξικούς υπαινιγμούς. Ας πούμε, ροκ που το συνοδεύουν παλαμάκια, είναι της τάξεως και του ύψους του ντιρλαντά, αλλά ροκ δεν είναι. Εξάλλου πριν το ροκ εκφύγει από το μπούγκι και επιτέλους μετατραπεί σε «σέικ» ένα λησμονητέο στυλάκι που δεν κατάφεραν να εκμάθουν μήτε ο Βουτσάς, μήτε ο Τζανετάκος, έπεσε επάνω του μια λατίνο νοσταλγία, καθώς μια σαρανταποδαρούσα από μάμπο, μπαγιό, ρούμπα, σάμπα, καλύψω, αρρρίμπαρίμπαρίμπα και ποροπομπομ, Πάντσο Βίλλα και Βιολετέρες κατακάλυψαν την μουσική οικουμένη, προσθετέων και παρωδιών από μιούζικαλ.
Απόμενε, για τους νέους και τους ηλικιώτες, ο διαχωρισμός του χορευτικού τμήματος από το μουσικό χαλί. Κι έτσι, το ροκ ατόνησε υπέρ του τσατσά, της γιάνκα, του σείλι-σείλι, του φρικτού «syrtaki», της μποστέλα, της μποσανόβα και της ακροδεξιάς του πτέρυγας, που ήτονε το χάλι γκάλι. Όχι μόνον διότι διαφημίστηκε από Βουγιουκλάκη και Γιώργο Οικονομίδη, αλλά επειδή περιέχονταν, με σέρτικη έννοια, στο διαβόητο μουρμούρικο «Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια/ φάτε μάγκες βγάλτε χρόνια/ και την Κυριακή έχει κρέας/ τζάμπα είναι κι ο κουρέας,/ κι ο Βαγγέλης φόρεσε, σωβρακάκι δαντελέ/ η πουστιά του χάλι-γκάλι/ μ΄έφερε σ΄αυτό το χάλι».
Έκτοτε θεωρώ ροκιες την χιλιμπίλι αίσθηση του στίχου, όλα τα «σάφλ» και τα κλαψιάρικα του Ήζι Ράιντερ, και δεν χορεύω πλέον ροκ.