don’t believe what you read
01-10-2017

Διαβάσαμε χιλιάδες ιστορίες -άλλοι ισχυρίζονται πως κάθε λέξη ήταν αλήθεια, άλλοι ορκίζονται πως ήταν όλα ένα ψέμμα- για τα σκοτεινά πλάσματα που ζούσαν μέσα σε ένα τόσο μαύρο δάσος, που ήλιος δεν τολμούσε να ρίξει μισή αχτίδα μέσα του. Μάγισσες που ρουφούσαν παιδικό μεδούλι και τραγανίζαν κεφαλάκια νεογέννητων, λυκάνθρωποι μεγάλοι σαν την πανσέληνο, ξεμαλλιασμένες γυναίκες με τέσσερα πρόσωπα (ένα για κάθε πλευρά του ορίζοντα) που αν σε κοιτάζαν πάγωνε η καρδιά σου, παράξενα όντα χωρίς πρόσωπο και ψηλά σαν σεκόγιες.

Για κείνον που ξεγέλασε ένα προς ένα όλα αυτά τα βασανισμένα τέρατα και τα ’συρε (ποιος ξέρει με τι αθώο ύφος, τι αντάλλαγμα και ποιες υποσχέσεις) μέσα στην καρδιά του δάσους και τα παράτησε μόνα τους εκεί μέσα, όσο πιο βαθιά γινόταν, για να μη μπορέσουν ποτέ να βρουν το δρόμο της επιστροφής στον έξω κόσμο, ούτε μια παράγραφος γράφτηκε. Ούτε λέξη. Ποτέ. Σα να συνωμοτήσαν όλοι οι γραφιάδες και οι παραμυθάδες του κόσμου για να μας κρύψουν την τρομαχτική αλήθεια.

Μόνο μια φωτογραφία σώθηκε, ως εκ θαύματος. Για αυτόν που, τρέμοντας από την ταραχή του, πάτησε το ’κλικ’ δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτε, ποτέ. Εκτός από ότι τον είδαν, για τελευταία φορά, να μπαίνει παρέα με ένα μικρό χλωμό σκουροντυμένο κορίτσι με ίσια μαλλιά μέσα στο δάσος.