• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
κοιμάται η Ποίηση και η τύχη της δουλεύει
Ποιος διαβάζει ποίηση στις μέρες μας;
Βέρα I. Φραντζή | 21.03.2016 | 14:39
Βρέθηκα μπροστά σε μια εντελώς θεόπνευστη βιβλιοθήκη από αυτές που όλοι θέλουμε να αποκτήσουμε κάποι στιγμή στη ζωή μας. Από αυτές που τα βιβλία είναι τοποθετημένα με αλφαβητική σειρά και η χρωματική επάρκεια της παλέτας των εξωφύλλων είναι ένα έργο τέχνης από μόνο του. Από αυτές που σε κάνουν να ασφυκτιάς για την δική σου παρασάνταλη, για την δική σου αστοιχείωτη, για την δική σου μισή αδιάβαστη και αραχνιασμένη στις γωνίες, για το φθηνό της ξύλο, για το δεκανίκι έπιπλο και όχι το βασικό του διασμερίσματος που τα υπόλοιπα βρίσκονται γύρω του σε αμφιθεατρική διάταξη.
 
Όταν με αφήνουν μόνη σε ένα δωμάτιο, πάντα πιάνω κάτι να διαβάσω. Νιώθω ανασφάλεια, αν δεν υπάρχει κάτι για ανάγνωση. [Για αυτό θεωρώ ότι αυτές οι εκδόσεις TASCHEN που εκδίδουν αυτά τα πλουσιοπάροχα σε εικόνες και κείμενα βιβλία για τα τραπεζάκια του καφέ φιλοτεχνούν την ανία, εδραιώνουν τον ανθρωπισμό, εξυμνούν τα χάσματα του χρόνου που δεν χρησιμοποιούνται με κάποιο στοχευμένο τρόπο, δωρίζουν την ύψιστη ευτυχία της στιγμής με μοναδικό τρόπο… τους ευχαριστώ όπως τη νονά που μου έβαλε το λάδι.]
 
Λοιπόν, πιάνω πρώτα τα ελαφριά βιβλία. Υπήρχε εκείνο το ξασπρισμένο γκρι της μεγάλης εν ζωή ποιήτριας. Ανοίγω τις πρώτες σελίδες και βλέπω ιδιόχειρη αφιέρωση της ποιήτριας στον ιδιοκτήτη της βιβλιοθήκης και λύνονται λίγο τα γόνατά μου. Εντάξει, ο σεβασμός είναι απροσδόκητος. Δεν ξέρεις πως θα σου την φέρει. Περίεργο συναίσθημα και σε κατακλύζει πριν το πάρεις πρέφα. Μοιάζει μερικές φορές με τον κεραυνοβόλο έρωτα σε αυτήν του τη μεθοδική εξάπλωση.
 
Περνάω την τρίτη σελίδα, φτάνω στην τέταρτη, φτάνω στην πέμπτη και μετά το εμπόδιο. Τι κακόπιστο εμπόδιο… το φύλλο δάγκωνε το επόμενο. Και μετά μια πνόη ενός ελεύθερου φύλλου και πάλι τα ίδια. Σιαμαία φύλλα με τις πτυχές του χαρτιού να ενώνονται σε ρυθμό δέκατων τρίτων. Κενά αέρος μεταξύ τους, αφήνουν λίγο φως και σκόνη να τριγυρνά στον σκιερό κόσμο των σελίδων των αδιάβαστων ποιημάτων. Έπιασα με θλίψη να σκίσω την πρώτη δυάδα φύλλων που δεν είχε χωριστεί από την μέρα της γέννησής του. Άλλωστε, ο χωρισμός αυτός ειναι υποτυπώδης, στοιχειώδης, μερικός. Στον κορμό του βιβλίου, όλες οι σελίδες που φτιάχνουν ένα σώμα είναι δεμένες σαν οικογένεια.
 
Και αναρωτήθηκα πιάνοντας στα χέρια μου το ανέγγιχτο βιβλίο σαν γυναίκα μοναχή που δεν έχει δωρίσει την γονιμάτητά της στην φύση, στον κόσμο, στον αιθέρα… ποιος διαβάζει τελικά ποίηση στις μέρες μας; Αυτοί που γράφουν, διαβάζουν τους άλλους ποιητές; Οι ερωτευμένοι διαβάζουν ποίηση; Οι θεονήστικοι διαβάζουν; Οι ιντερνετικοί φίλοι μου που περιλούζουν τις φωτογραφίες τους με στίχους; Οι άλλοι που διδάσκουν ποίηση στα σχολεία, διαβάζουν; Οι βιβλιοφάγοι την σνομπάρουν; Πόση ματαιότητα κρύβεται πίσω από ένα ποίημα; Και εκδότες τι χαίρονται από αυτήν την εκδοσης της ποίησης που δεν γίνεται καν εμπόριο, μένει στα ράφια ενός αφώτιστου διαδρόμου στα μεγάλα βιβλιοπωλεία;
 
Στην πραγματικότητα των αϊφονς, των χιλίων θερμών σημείων που με ένα πάτημα διακτινίζεσαι από μια πληροφορία σε μία άλλη, η φαινομενικά μόνο γραμμική αφήγηση της ποίησης μπορεί να συγκινήσει; Θέλει να ξύσεις αρκετές στρώσεις για να δει πόσα επάλληλα επίπεδα υπάρχουν. Έχουμε πια τα νύχια της σαρκοβόρας μας πρώτης ρίζας, εμείς που με μαλακά δάχτυλα πληκτρολογούμε εκατοντάδες αμολητές αράδες σε λευκά τετράγωνα-εικονικά φύλλα στην οθόνη του υπολογιστή, να διαβάσουμε ποίηση;
 
[Οι εικόνες της ποίησης είναι όλα τα κινηματογραφικά έργα που έχω δει, όλα τα συναισθήματα που θα μπορούσα να ζήσω. Είναι ανώφελο να μην την καταδιώξω μέχρι να την καταλάβω και είναι τουλάχιστον κουτό, να πιστεύουμε πως περνούν γενέθλια και έρωτες και γάμοι χωρίς την ποίηση; Είναι ανάδελφη τέχνη και η πιο μεγάλη και λες «ποίηση» και σκορπάς καύλα, μυθιστόρημα, γνώση και την χλωρίδα και την πανίδα αυτού του κόσμου και αιωνιότητα όπως όλοι την έχουμε φανταστεί και δεν την ομολογούμε.]
 
[Δεν χρειαζόμαστε ημέρα ποίησης και παράτες.
Την γιορτάζουμε νεκροί στα λιβάδια 
και ντυμένοι με σακάκια κουμπωμένα και ξυπόλητα χέρια στα σχολεία
με μαρκαδόρους στις τσέπες και συνθήματα στους τοίχους
και στους ποιητές να λέτε ψέματα
όπως και στους ερωτευμένους
και ψέματα να λέτε και σε αυτούς που ξυπνάνε το πρωί να πάνε για δουλειά
και σε αυτούς που δεν έχουν νερό να πιουν
και σε εκείνους που ψάχνουν πατρίδες.
Είμαστε όλοι ποιητές και ας είμαστε αναλφάβητοι από αγάπη και λέξεις ωραίες.
Λέγε μου ποίηση
και ψέματα
για να μπορώ να ζω ανάμεσα στο τρίχωμα ένος εφηβαίου και στης χολέρας τη λήθη.]