• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Φαντασία ελευθέρας βοσκής 1
Πάνος Θεοδωρίδης | 08.07.2014 | 19:19
    Γειά σας φίλες και φίλοι. Ροκάδες του «ρόκ των Μακεδόνων». Σήμερα θα σας μιλήσω με παραμύθια και υπερβολές. Οχι παραβολές, επιμένω. Γιατί μόνο η υπερβολή απέμεινε για να δώσει στην κακέκτυπη σκέψη μας, ένα χρωματάκι ποίησης.
 
    Σήμερα θα σας μιλήσω για την ιστορία ενός φιλου, που τυχαίνει και έχει το ίδιο όνομα με το δικό μου, την ιστορία του Πάνου Θεοδωρίδη.  Ο Πάνος γεννήθηκε το 1948 - σύμπτωση οτι γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά- όταν όλο το νέφος της Μακεδονίας ήταν κάτω από έναν εμφύλιο σπαραγμό. 
 
Ήτανε μιά Ελλάδα ανήσυχη, χαντακωμένη, μέσα στο φόβο, μέσα στο αίμα. Κι όταν μεγάλωσε κάπως, και μπήκε μηνών και χρονών, σταμάτησε αυτός ο εμφύλιος πόλεμος και ευτυχώς ζείδωρες σκέψεις επεκράτησαν στον πολιτικό κόσμο εκείνης της περιόδου και εμφανίστηκε το 1950 κάποιος Σοφούλης ή μπορούσε να λέγεται και κάπως αλλιώς, ως πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος είπε «... δεν καταλαβαίνω τίποτε, ο,τι έγινε έγινε, πρέπει να μονιάσουμε και οτι εγω θα κηρύξω αυτή τη στιγμή, πάραυτα, τη λήθη».
 
Ετσι, όταν ο Πάνος έγινε 3 και 4 ετών, όταν σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο και την Ευρώπη άρχιζαν οι πόλεμοι της Κορέας και διάφορα άλλα ψυχροπολεμικά, η Ελλάδα ήτανε ένα νησάκι ασφάλειας, συγνώμης και πίστης προς ένα καλύτερο αύριο. Γύρισαν οι εξόριστοι από τα νησάκια τους, γύρισαν διάφοροι πολιτικοί εξόριστοι αφού είπαν οτι θα δουλέψουν από δω και πέρα θα δουλέψουν για μιά καινούργια Ελλάδα και με τα λεφτά που δόθηκαν από κάποιο σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο εμπνεύστηκαν κάποιοι φιλανθρωποι Αμερικανοί και όχι μεγαλοκαρχαρίες, άρχισε η Ελλάδα να αποκτά καποιους δρόμους, κάποιες ασφάλτους, κάποια ιατρεία, κάποια νοσοκομεία, αρχισαν τα παιδιά της να σπουδάζουν ξανά στα πανεπιστήμια και άρχισε σιγά-σιγά ο τόπος σε σχετικά γρήγορους ρυθμούς - γιατί όλοι οι Ελληνες δούλευαν με ενθουσιασμό- αρχισε πραγματικά να μπαίνει σε διαδικασία ανάπτυξης.
 
Όλη η Ελλάδα και όχι η μισή όπως διαδίδονταν οτι γινόταν σε άλλες χώρες. Οταν λοιπόν μπήκε ο Πάνος στο δημοτικό ήταν ήδη τόσο φιλελέυθερη η κοινωνία ώστε δεν είχε κανένα λόγο να τον πιέσει κάποιος, κάποια νηπιαγωγός ή δάσκαλος να γράψει με το δεξί ενώ ήταν αριστερόχειρας.
 
  Ετσι ο Πάνος δεν έγινε τραυλός, όπως  εγώ, μπόρεσε και ανέπτυξε τις ικανότητές του ήρεμα και αποφασιστικά μαζί με τους φίλους του, τον Βασίλη, το Φάνη και τον Γιώργο.
 
 Αυτά τα παιδάκια αρχισαν να παρακολοθούν ένα ανοιχτό νηπιαγωγείο οπου οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί δεν ενδιαφερόταν τόσο να τους δώσουνε γνώσεις αλλά τρόπους να μελετούν την ίδια τους τη φύση, την κοινωνία, την πατρίδα τους, να έχουν αγαθές σχέσεις με τα γειτονόπουλα, να ξέρουν οτι υπάρχουν και τουρκάκια, και βουλγαράκια και αλβανάκια, τα οποία δεν χρειάζεται να πάμε να τα σφάξουμε για να επιβιώσουμε εμείς.
 
Μεγάλωσαν σ’ ένα κλίμα ευφορίας το οποίο,  με την ολοένα αυξανόμενη φιλελευθερη στάση των γονιών, δημιούργησε περίπου μια κατάσταση Αμερικάνικης ευωχίας, δεκαετία του 50, σ’ αυτό το μικρό νησάκι της Μεσογείου που άλλοι αποκαλούν Ελλάδα.
 
Είναι σίγουρο οτι σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα θα ήταν τραγικότατα. Τα παιδιά που θα μεγάλωναν σ’ ένα ψυχοπολεμικό ή εμφυλιοπολεμικό κλίμα θα ήτανε τα ίδια νευρωτικά, θα έβρισκαν τη χαρά μόνο στους βανδαλισμούς, θα έβρισκαν τη χαρά μόνο με το να πιέζουν το μικρό τους αδελφάκι ή τον φτωχό τον γείτονα, αλλά τέτοια πράγματα ευτυχώς δεν έγιναν.
 
Ο Πάνος θυμάται οτι οι φίλοι του - ο Γιώργος, ο Βασίλης- το πρώτο πράγμα που κάνανε όταν πηγαίνανε στο σχολειό ήταν να μοιραστούνε το σάντουϊτς, με το ψωμοτύρι τους, με τα παιδιά που δεν είχαν τίποτα ή είχαν μόνο ένα κομμάτι ψωμί (ή ούτε αυτό). Αυτό που λέμε Φιλαλληλία είχε αναπτυχθεί μέσα στην εκπαιδευτική τη διαδικασία σχεδόν φυσικά όπως ο τρόπος που μιλούσαν, ο τρόπος που παίζαν και ο τρόπος που κοιτούσαν με θαυμασμό και παιδικό έρωτα τις συμμαθήτριές τους.
 
Πέρασαν λοιπόν οι πρώτες τάξεις του δημοτικού και αυτά τα παιδιά, μαζί με την προπαιδεία, τη μυθολογία, έμεθαν ωστόσο και διάφορα χρήσιμα πράγματα όπως τί είναι ο ηλεκτρισμός, πώς μπορούμε να γράφουμε ενα γράμμα στον παππού μας, πώς μπορούμε να γράφουμε μιά έκθεση και βέβαια δεν ήταν πολύ ικανά στο να μιλήσουν για το μυστήριο της  αποταμίευσης ή για τον έρανο της φανέλας του στρατιώτη. Αυτά εξάλου ήταν ξεχασμένα πράγματα από την παρελθούσα δεκαετία.
 
 Τα παιδιά μπορούσαν να εκφράσουν τον κόσμο τους και δεν είναι τυχαίο, οτι από μιά τάξη το 35% ή το 40% των παιδιών βγήκαν 20-25 ποιητές, ζωγράφοι, συνθέτες και διάφοροι άλλοι επιστήμονες οι οποίοι κόσμησαν τον Ελληνικό Ολυμπο, τον ελληνικό Παρνασσό με τις μικρές ή μεγάλες προσπάθειές τους.
 
Την εποχή εκείνη - είχε συγχωρεθεί και ο στρατηγός Παπάγος που ώς τότε είχε την κυβέρνηση και μάλιστα είχε δημιουργηθεί και κυβερνητική μεταβολή- τα πράγματα γινόταν τόσο σταθερά, οι εκλογές γινόταν ήρεμα, δεν υπήρχαν τραμπούκοι όπως σε άλλες χώρες, δεν υπήρχε βία και νοθεία, και τότε ξαφνικά, το 1958, ενώ κυβερνούσε η δεξιά, το κόμμα της Αριστεράς είχε πάρει ένα ισχυρότατο ποσοστό επι τις εκατό και πήρε καμιά εβδομηνταριά βουλευτές.
 
Ολοι χαιρέτισαν αυτήν την κίνηση σαν μιά πραγματικά χειραφέτηση της Αριστεράς στο χώρο της δεκαετίας του ‘50, και οτι αυτό το ποσοστό έπρεπε να αποδόσει, να αποδοθεί κοινωνικά.
 
Εγινε ένας είδους συμβιβασμός πολιτικός, το οποίο ξάφνιασε όλους τους γύρω λαούς με τα αγριεμένα ήθη, και πραγματικά από τότε δημόσιοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί σταμάτησαν να ασχολούνται με το τί ψήφιζε ο διπλανός τους, ψήφιζε ο καθένας αυτό που ψήφιζε χωρίς καθόλου να μπεί σε μιά διαδικασία ελέγχου.
 
Ετσι από το 1960 είχαμε αριστερούς ταγματάρχες, ακροδεξιούς τμηματαρχες Υπουργείων, είχαμε κεντρώους επισκόπους, ήταν μιά κατάσταση που είχε αρχίσει να υπερβαίνει την πολιτική, παρόλο που ήταν ζωντανές οι πολιτικές συγκεντρώσεις και το σπουδαιότερο τα προγράμματα των τριών κομμάτων ξεχώριζαν, σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα, ήταν διαφορετικά.
 
 Ηταν διαφορετικά τα προγράμματα και έτσι τα παιδιά που μεγάλωναν μέσα στο περιβάλλον μιας ελέυθερης παιδείας αισθανόντουσαν οτι αν επιλέξουν την Α` ή την Β` πολιτική θέση, αυτό θα άλλαζε και την ζωή τους την ίδια. Δεν υπήρχε διωγμός, αλλά από την άλλη ήταν σαφές οτι η πολιτικοποίηση ήταν ένα όνειρο το οποίο έπρεπε να επιτευχθεί.