• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Σάλιαγκε, μάλιαγκε που΄ν τα κέρατά σου...
Πάνος Θεοδωρίδης | 01.03.2017 | 00:51
Oμίχλες, ενίοτε ψιλόβροχο,καλές θερμοκρασίες,μαλακές νύχτες, κάτω από τις ασφάλτους και αφήνοντας τα άρβυλα μισό πόντο χαραχτή πατημασιά στο χώμα, είναι ώρα να σκοτώσεις αργά και μαρτυρικά, τα σαλιγκάρια.
 
Όσο είχε πουτσόκρυο, η πάχνη δεν άφηνε τα κρινάκια και τα ζωντανόχρωμα ανθάκια να ξεπεταχτούν.
 
Αλλά το κίτρινο, το βιολετί, το σατενέ λευκό της φύσης που βάφεται σημειακά, κάπως ενεργούν και ξυπνάει ένα είδος άνοιξης.
 
Οι ποιητικοί χαρακτήρες δεν βλέπουν την εσωτερική αλλάγή, παρεκτός και ανθίσει η άγρια δαμασκηνιά, οπότε ανακράζουν «ήλθε η άνοικσις» και μέσα των φτερουγάει η προσδοκία ενός ματαιωμένου ψιθύρου.
 
Η φύση τότε αφήνει ένα ζωηρά πράσινον καυλό, που το λένε λάπατο οι πολλοί και οι Πόντιου αυλούκι , και καλύπτει όρια χωραφιών και πλαγιές καναλιών.
 
Και το ημιδιαφανές υμένιο που σφραγίζει τα καύκαλα των σαλιγκαριών, χαράσσεται, ραγίζει, σπάει και βγαίνει διστακτικά το παχύ του πόδι, που κινεί το σύστημα προς το πρώτο φύλλο που θα μυρίσει, συνήθως βράδι, συνήθως με υγρασία, συνήθως με ζέστη.
 
Το σαλιγκάρι πεινάει και ανεβαίνει στα φυλλώματα των θάμνων. Χιλιάδες χιλιάδων ανεβαίνουν, μαζί, ομού και απότομα.
 
Ο κυνηγός, σπάνια μονάχος, συνήθως σε παρέες, κρατάει ένα σακούλι, έναν φακό και είναι άοπλος.
 
Περπατάει αργά και στοχεύει με τον φακό του τα θαμνάκια.
 
Ο έμπειρος αγνοεί τα σαλιγκαράκια που είναι μικρά, ενός έτους και κυνηγάει τα τρίχρονα, που χωράνε τέσσερα στην παλάμη του.
 
Ο έμπειρος βάζει σε λιγότερο από μιαν ώρα, ένα κιλό μέσα στη σακούλα του.
 
Ο άπειρος, θέλει τρεις ώρες για το ίδιο κιλό.
 
Σπάνια η σαλιγκαράδα βαστάει περισσότερο από τρεις ώρες.
 
Πίσω στο σπίτι, βάζουνε τα θηράματα σε καλαθούνα ,τα πασπαλίζουν με αλεύρι ,ενίοτε βρεμμένο με γάλα κι από πάνω βάζουν ένα καπάκι κατσαρόλας και μια πέτρα βαρειά, και κρεμάνε το σύστημα στην κουζίνα.
 
Αν δεν το φροντίσουνε καλά, μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά, ακούγονται  ήχοι ξεροί και νταπ ντουπ, πάνω στο πρωτοϋπνι.
 
Τα σαλιγκάρια, ενωμένα σπρώχνουν το βάρος και συχνά το παραμερίζουν και πέφτουνε στο τσιμέντο στα πλακάκια, δραπετεύοντας.
 
Εάν ο κυνηγός βαριοκοιμάται βρίσκει άδειο το καλάθι και τα σαλιγκάρια να έχουν τρυπώσει παντού σε ντουλάπια και κρυφές γωνιές, έχουν κλείσει πάλι το υμένιο του καύκαλου και ξανακοιμούνται.
 
Τόσα είδα, τόσα ξέρω και τα μολογάω.
 
Διότι τα σαλιγκάρια είναι η πρόφασις, η δικαιολογία.
 
Όλα γίνονται για την ριγώσα νύχτα , το δριμύ κρύο που περονιάζει, τους στομωμένους ήχους των βημάτων και τα μαύρα σκοτάδια που σημαδεύονται από την τροχιά των φακών.