• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Ο μίτος και η πόλη 7
[Σκάκι]
Sraosha | 24.01.2017 | 23:45
Καθόλου δεν είναι της περιπλάνησης και των άσκοπων περιπάτων, καθόλου δεν την μπορεί τη φλανερί, όπως του την έλεγε η δικηγόρος. Χρειάζεται να έχει κάποιον προορισμό όταν περπατάει, θέλει να κατευθύνεται κάπου. Οι άσκοπες γύρες, το να βολτάρει, τον τρελαίνει – πολλές φορές έχει φέρει τον γύρο τετραγώνου μην μπορώντας να αποφασίσει πώς να σουλατσάρει και προς τα πού, ιδίως όταν έπρεπε να σκοτώσει χρόνο γιατί είχε φτάσει υπερβολικά νωρίς σε κάποιο ραντεβού. Κάθησε λοιπόν εκεί στο αυτοσχέδιο πάρκο, σε μια μεριά που ακόμα έπιανε σκιά. Αν είχε κανα βιβλίο μαζί του, θα μπορούσε να διαβάσει λίγο, ώσπου να γυρίσει ο ήλιος και να του κλέψει τη σκιά. Θα μπορούσε να χαλαρώσει και να σκεφτεί πού να πάει. Αλλά δεν διάβαζε, διάβαζε λίγο, στη χάση και στη φέξη: άφηνε μισοτελειωμένα τα βιβλία, έπιανε το ένα χωρίς να έχει αφήσει το άλλο. Η σχέση του με τα βιβλία, αταξία και σύγχυση, βρισκόταν στον αντίποδα στη σχέση του με τις γυναίκες, οργάνωση και ρέγουλα. Ή το πώς έβλεπε τη σχέση του με τις γυναίκες, αφήνοντας κατά μέρος λεπτομέρειες όπως ταραχές εβδομάδων και χαστούκια και βρισίδια. Προτίμαγε να επικεντρώνεται στο βελούδινο διαζύγιό του, λόγου χάρη, στην κατά βάθος προτίμησή του για τη μονογαμία, επί της αρχής τουλάχιστον και με στατιστικούς όρους: είχε υπάρξει κυρίως μονογαμικός. Με τα βιβλία, επίσης λίγα κι αυτά, έβγαζε το άχτι του όμως, τους άλλαζε τα φώτα. Υπήρξαν εποχές που διάβαζε τέσσερα βιβλία, χωρίς να διαβάζει κανένα.
 
Τον έπιασε νευρικότητα: είχε  οργανώσει τη μέρα του μέχρι και τη συνάντηση με τον Φωτιάδη. Είχανε διάφορα να ξεκαθαρίσουν, κυρίως να παζαρέψουν για τα λεφτά και για το μέγεθος των καταχωρίσεων. Ενδιάμεσα θα λέγανε και καμμιά μαλακία, θα έπεφτε και λίγο γνώμη και σχόλιο, τι θα γίνει με το μνημόνιο και τα λοιπά, τι θα κάνουνε τα κόμματα (ο αμήχανος Σύριζας, οι ναζί που δεν πρέπει να τους λέμε έτσι, ο ήλιος ο χλωρός). Θα έλεγε στον Φωτιάδη για το επικείμενο πατατράκ που μας περιμένει τον Σεπτέμβριο που θα γυρίσει ο κόσμος. Θα του έλεγε ο Φωτιάδης ότι πρέπει να γίνουμε επιτέλους κράτος και θα γίνουμε κράτος αν χάσει βάρος το κράτος και αν μάθουμε ξανά στα λίγα, να, όπως τη δεκαετία του ’50 – τέτοια. Θα πέρναγε η ώρα τέλος πάντων. Μετά θα είχε σχεδόν μεσημεριάσει και θα πήγαινε στον Καπετάν Μιχάλη για μπύρες και λιγδερά λουκάνικα και φάβα στουπέτσι και ρεβυθοκεφτέδες τίγκα στο τηγανόλαδο. Ε, θα είχε χτυπήσει μέχρι τότε το κινητό. Συνήθως χτυπάει. Ενώ τώρα; Τώρα χέσε θέατρο: ούτε δέκα η ώρα δεν ήτανε καλά καλά.
 
Κοίταξε απέναντι, μια σκακιέρα χτισμένη με ψηφίδες πάνω στο πεζούλι. Με τα κομμάτια ριγμένα πάνω της ανακατεμένα. Είχε και δυο χαλίκια κι ένα πλαστικό καπάκι μπλε, εμφιαλωμένου, πάνω σε μαύρα τετράγωνα, μάλλον τίποτε χαμένα πιόνια θα αντικαθιστούσαν αυτά. Μετά πρόσεξε ένα ξόανο σκαλισμένο, ψηλότερο από τα άλλα κομμάτια, σε ένα κομμάτι ξύλο. Η λευκή βασίλισσα. Η βασίλισσα-ξόανο, η θεά, το αχειροποίητο είδωλο. Κάτσε, κάτσε: στο σχολείο το είχαμε κάνει αυτό. Α, ναι: Ιφιγένεια εν Ταύροις: η Ιφιγένεια ήταν ιέρεια στον ναό που φυλαγόταν το κακοπελεκημένο ξόανο της θεάς. Πώς τα λέγανε; Διιπετή! Πού; Στην Ταυρίδα, την Κριμαία, εκεί όπου οι Βυζαντινοί έστελναν εξορία τους Εθνικούς. Χάρηκε που θυμόταν κάτι, αυτός που ξέχναγε αβέρτα ονόματα ηθοποιών (πώς λέγεται ο νέος Μποντ; Ποια είναι η διαφορά Μπίλυ Μπομπ Θόρντον, Τόμυ Λη Τζόουνς, Ρόμπερτ Ντάουνυ Τζούνιορ; Τους μπερδεύει γιατί όλοι τους έχουνε τρία ονόματα) κατάφερε να θυμηθεί το διιπετές. Ουρανοκατέβατο ξόανο κακολαξευμένο πάνω σε μιαν υπαίθρια σκακιέρα που της λείπουν κομμάτια, σε ένα πάρκο που έφτιαξαν μόνοι τους όσοι δεν άφησαν να γίνει πάρκινγκ η γωνία. Αυτοσχέδια βασίλισσα-θεά, μέσα σε ένα αυτοσχέδιο κι αυτόνομο πάρκο.
 
Και με τη βασίλισσα και θεά, κι ενώ η ψωλή του κοιμόταν ήσυχα, με την ύπουλη ησυχία της καύλας υπόβαθρου, επέστρεψε ο νους του στο παρόν. Το παρόν που το ορίζει γυναίκα, όπως κάθε εποχή της ζωής του. Αυτή ουρανοκατέβατη, αν και καθόλου μα καθόλου ξόανο.
 
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη να την πάρει τηλέφωνο, να ακούσει λίγο τη φωνή της. Πριν προλάβει να χτυπήσει – άραγε πρόλαβε να γίνει σύνδεση; Θα βρει αναπάντητη; – το ξανάκλεισε. Του είχε πει ότι θα πέρναγε τη μέρα με τη μάνα της, το μισόξερο κλαρί που μαραίνεται σε ένα δωμάτιο κάπου σε μια πεδιάδα, με ένα καλάθι ψωμιού γεμάτο φάρμακα πάνω στο τραπέζι, με μουσταρδί λαδομπογιά στους τοίχους και μια τηλεόραση. Του είχε δείξει φωτογραφία. Η μητέρα της χαμογελούσε αχνά, αυτό το αμφίσημο χαμόγελο: άνοια ή στωικότητα; Θολούρα ή καμάρι; Οδηγούσε τρακόσια τόσα χιλιόμετρα και πήγαινε να καθήσει μαζί της κάθε δεύτερη Παρασκευή. Με τη δουλειά της πώς τα κατάφερνε; Δεν ήξερε. Πάντως η μάνα της δεν ήθελε να κατέβει στην Αθήνα. Έλεγε τα γνωστά: για κουτιά, για διαμερίσματα, για καυσαέρια (ήτανε της γενιάς που μιλάγανε για ‘καυσαέρια’). Κι ας μην ξεμύταγε από το δωμάτιό της. Κι ας τη θέριζε η ανίκητη υγρασία του κάμπου τον χειμώνα.
 
Ίσως να της τηλεφωνούσε, ίσως και να χαιρόταν που θα τον άκουγε: να της κάνει συντροφιά όσο κάθεται με τη μάνα της. Τώρα θα έπιναν τον δεύτερο καφέ. Αλλά έτρεμε στην ιδέα να την ξαναπάρει. Και αν τον ρώταγε πού είναι; Θα άκουγε τον ανεμιστήρα στη Θεσσαλία να βουίζει στο αυτί του στη Ναυαρίνου. Θα της έλεγε «σε θέλω», θα της έλεγε «άνετα θα σε γάμαγα τώρα» θα της έλεγε «για γλείψιμο είσαι» κι εκείνη θα του έλεγε «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» ή «ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι» ή και «η μανούλα μου δεν είναι καλά». Αλλά δεν ήθελε να της πει και τίποτε άλλο στο τηλέφωνο αυτή την ώρα.
 
Αποφάσισε τελικά να μην της τηλεφωνήσει. Κοίταξε απέναντι, το φως γινόταν ολοένα και πιο εκτυφλωτικό, όσο άνοιγε η μέρα σαν βεντάλια. Αν μπορούσε να γίνει πιο έντονο το φως της μέρας σε αυτή την πόλη, θα ήταν αβάσταχτο, διατρητικό. Να στείλει ένα μήνυμα στην άλλη λοιπόν; Ένα καλημέρα; Όχι. Άσε που μπορεί να είναι διακοπές ακόμα. Δε χρειάζεται. Δεν υπάρχει λόγος να διαλαλεί την ανάγκη του. Κοίταξε ψηλά τον κυανό ουρανό, να διαλύσει μέσα του την ανάγκη. Πόσο προσωπικό πράγμα είναι ο πόθος: ανθρώπους ποθούμε, τελικά. Πάντα. Ακόμα κι όταν απλώς θέλουμε γαμήσι. Ακόμα και όταν κολλάμε στο φετίχ και στη λεπτομέρεια, στο τακούνι, στην τιράντα, στο αυτάκι και στο βυζάκι, στη μυρωδιά ενός άγνωστου αρώματος ή ελάχιστου μπαγιάτικου ιδρώτα. Ανθρώπους θέλουμε. Είπε το όνομα της καθεμιάς τους μέσα του – μένοντας στο παρόν και αποφεύγοντας επιδέξια τη νοσταλγία. Δύο ονόματα. Μία φωνή. Όχι νοσταλγίες, άρα όχι «Μίνα», ούτε βεβαίως «δικηγόρε μου εσύ αυστηρά ξεκωλιάρα και λυρικά αντιρομαντική – χωρίς όνομα εσύ». Μόνον τα δύο ονόματα του παρόντος πρόφερε: Μέλισσα και, πάντοτε, Έλλη. Πάντοτε. Πάντοτε. Δύο ονόματα. Mία δὲ φωνὴ κατὰ πάντων ἡ σή.