• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Ο μίτος και η πόλη 4
[Ερείπια]
Sraosha | 31.03.2014 | 00:01
Βγήκε πίσω στη ζέστη, εντάξει, λογική ζέστη για την εποχή, μακριά από τον κλιματισμό. Τι ζόρι τράβαγε κι αυτός ο Φωτιάδης να πάνε συζητήσουν για δουλειά στο Circus; Εδώ ο κόσμος καταρρέει, εδώ στη Στοά δεν έχει μείνει μαγαζί ανοιχτό, στη Σταδίου που θα βγει τώρα, τα ίδια. Κι αυτός κλείνει ραντεβού στο Circus για να κουβεντιάσουν το συμβόλαιο; Μέσα στη μουσική και στον χαμό; Ίσως επάνω στο πατάρι τουλάχιστον, που είναι πιο ήσυχα, που ανέβαινε με τη δικηγόρο και ήτανε σαν να βγαιναν οι δυο τους σα ραντεβού φοιτητικό. Από την άλλη, πώς να έχεις απαιτήσεις; Ποιος διαφημίζεται τη σήμερον ημέρα; Χάρη θα του κάνει τελικά. Και μάλιστα αυγουστιάτικα.
 
Η Σταδίου είχε κάτι από Ντε Κίρικο. Χωρίς σκιές όμως. Σκεφτόταν ότι σε ένα συγκεκριμένο τετράγωνο της Σταδίου εργαζόταν η φοιτητική του αγάπη, η δικηγόρος και ο κολλητός του ο Πάνος – και δεν ήξερε κανείς τους την ύπαρξη των άλλων. Ψέματα. Ο Πάνος ήξερε την ύπαρξή τους, ως εκεί. Έτσι είναι οι πόλεις, συμπυκνώνουν την ιστορία της ζωής σου μέσα στον χώρο τους. Τα είπαμε αυτά.
 
Κατέβηκε τη Σταδίου όπως κατεβαίνει κανείς έναν δρόμο μέσα στα χωράφια το σούρουπο, χωρίς να έχει να στείλει κάπου το βλέμμα, χωρίς να υπάρχει τίποτε να προσηλωθεί πάνω του η ματιά. Η πόλη έμοιαζε να εξαϋλώνεται και να εξαχνώνεται, όχι από την υπερβολική ζέστη – η ζέστη δεν ήτανε καθόλου υπερβολική άλλωστε – παρά από την απουσία πεζών. Ελάχιστοι διαβάτες. Παρασκευή πρωί. Ναι, εντάξει, Αύγουστος. Αλλά διαβάτες; Περιπατητές; Τουρίστες; Αργόσχολοι; Είχαν αντικατασταθεί όλοι από άνεργους; Κοίταγε γύρω του και νόμιζε πως βλέπει χωράφια. Ούτε καν ερείπια, παρά μόνο χωράφια. Ίσως οι καφέδες, ίσως η υπόκωφη ένταση της καύλας, ίσως το λίγο φαγητό εδώ και μέρες – αν και δεν πρέπει να παραπονιέται, μια χαρά ήτανε το πρωί η μπουγάτσα. Ίσως η τελική επικράτηση της σοβαροφάνειας που έπεφτε κανονική τέφρα πυρηνικού χειμώνα, που τους φόβιζε όταν ήτανε παιδιά, για να καταργήσει το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι και όλα όσα κουβαλάγαν τόσα χρόνια μέσα τους σαν εξαπτέρυγα και λάβαρα του καλοκαιριού. Ένα σταχτί χιόνι αδιόρατο έπεφτε εκεί το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, συνέπεια ήττας, συνέπεια φόβου, συνέπεια όσων δεν έγιναν κι όσων ήταν να γίνουν ακόμα. Έπεφτε η τέφρα της σοβαροφάνειας, της ηθικολογίας και της χρηστομάθειας και σκέπαζε τη Σταδίου, την καημένη την Κλαυθμώνος με το μνημείο-εικόνα μιας πρόσκαιρης επιθυμίας παρά μιας ιστορικής πραγματικότητας. Δε μιλάμε πια για ερείπια, δε μιλάμε για αποκαΐδια, για το καμένο σινεμά που συμπονέθηκε περισσότερο από τις τυφλωμένες βιτρίνες άχρηστων κι αντιπαραγωγικών οικογενειακών επιχειρήσεων. Δε μιλάμε για χρήσιμους νεκρούς πια και για άχρηστες συνειδήσεις. Ερείπια δεν υπάρχουν, υπάρχει ένας χερσότοπος με ευθείες χαράξεις Κλεάνθου και Σάουμπερτ, εκεί όπου κάποτε ήτανε δρόμοι παλιοί που αγαπήθηκαν, μισήθηκαν, περπατήθηκαν, κατουρήθηκαν, ματώθηκαν, ξεπλύθηκαν από τη βροχή, ξηλώθηκαν από την οργή και ξαναματώθηκαν οριακά, τόσο όσο να μην ασχοληθεί κανείς ή σχεδόν κανείς. Αυτή την πόλη δεν την τραγούδαγε κανείς όσο ζούσε, τη μισούσαν και την έφτυναν και ο μυκτηρισμός έφτανε ψηλά και μακριά. Δεν είχε ποτέ τον ποιητή της και τον βάρδο της, κανείς δεν κοίταξε τα στιγμιότυπα από τις χίλιες ζωές της το 1832 και το 1880 και το 1901 και το 1923 και το 1944 και το 1955 και το 1973 και το 1982 και το 1996 και το 2004 και το 2009. Όλοι υμνούσαν ξένες πόλεις, άλλες πόλεις, μικρές πόλεις, τα χωριά τους, τα χωριά των άλλων, την Κρήτη και τη Μάνη και την ελληνική Μακεδονία – ό,τι είχε πρόχειρο ή εύκαιρο ο καθένας τους. Μέχρι το τέλος την έβριζαν Τεχεράνη και Βυρηττό και Χαρτούμ, άνθρωποι των οποίων το μυαλό και η ψυχή ήταν εγκλωβισμένα στην πολιτόσφαιρα της Ευρώπης και τα ταξίδια τους λίγο πιο πολύ περιορισμένα, κατά μήκος των διαδρομών της, ίσως και πέρα μέχρι το Αμέρικα που οι μεσογειακοί ποθούμε όλο ενοχή από τον καιρό που το συναπαντήσαμε. Άκλαυτη και άταφη πήγε αυτή η πόλη και τώρα την παραδίδουνε στα όρνια των συμμοριών να τη σκυλεύσουνε, σα σκυλιά που είναι. Σκυλιά, το σκέφτηκε δυο φορές, καθώς μακριά, εκεί όπου ήταν ο Κάουφμαν είδε μια μαύρη μπλούζα -- αλλά έγραφε απλώς Judas Priest.
 
Η άκρη της Κοραή τον εξέπληξε όπως κάθε φορά: το Πανεπιστήμιο και ο Λυκαβηττός ζαβά τοποθετημένος πάνω του. Αυτό το θέαμα τον έκανε συνήθως να χαίρεται που μπορεί να λέει ότι είναι από δω γέννημα θρέμμα. Που μεγάλωσε ανεβοκατεβαίνοντας αυτόν τον δρόμο. Που έδινε ραντεβού στα σκαλιά της Βιβλιοθήκης, κάτω από την Αθηνά στην Ακαδημία, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου – που με τη δύναμη της φαντασίας της αναθρεμμένης με γιαπωνέζικα διαστημικά καρτούν τα φανταζόταν να περικλείονται από ένα ενεργειακό παραπέτασμα, έναν κύκλο δύναμης για τον 20ο αιώνα: τα όρια του Ασύλου. Τότε στα τέλη του 20ου αιώνα, όταν έπεφταν τα τείχη και οι λαοί δικαιούνταν να δείχνουν ότι δεν αστειεύονται και πότε εξαντλείται η υπομονή τους. Όχι ότι κατάλαβε ποτέ κανείς τίποτα. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να χαμογελάσει αλλά δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Ξέχασε την τέφρα για λίγο και πήρε μια βαθειά ανάσα.
 
Κοίταξε γύρω του τους ανθρώπους στην Κοραή. Κάποιοι περίμεναν κάποιο ραντεβού τριγύρω στην είσοδο του μετρό και φρόντιζαν να προστατευτούν από την αντηλιά κάπως. Άλλοι ήταν ριγμένοι πάνω στα πεζούλια, σαν τους απολιθωμένους της Πομπηίας, σε άβολες στάσεις, αφύσικες, όχι πρεζάκια, παρά ριγμένοι κι αφημένοι. Αυτό που συμβαίνει, αυτό το ακατονόμαστο κακό, αυτό που θα βαφτίσουν «κρίση» και θα δικαιολογούν ό,τι ασχήμια και βαρβαρότητα και καταστροφή κι εξαθλίωση κι εξανδραποδισμό έγινε στο όνομά του, αυτή η νίκη του μασουριού και των χαρτιών και του άυλου και συμβολικού πάνω στη σάρκα, στην πραγματικότητα, στην προαίρεση και στο ανθρώπινο, αυτό που είναι η μεγάλη κλίμακα έριξε αυτά τα ηφαιστειακώς καμένα κορμιά πάνω στα πεζούλια και, ένα ή δύο, πάνω στους κυβόλιθους της Κοραή. Τα πρεζόνια, οι διάτρητοι (για να μπαίνει το φως, εξιδανίκευσαν κάποτε) της ηρωίνης ήταν μακριά από δω, κρυμμένοι, ο νόμος είχε επιτέλους αποφασίσει να κρύψει την ασχήμια που γεννά κι ανέχεται και από την οποία προσπορίζεται την ίδια την αναγκαιότητά του. Γαμημένη Κοραή, σκέφτηκε, ήσουν το σκηνικό των ονείρων μου. Γαμημένη Κοραή, μόνον αν κατέβηκε ο Πάνος για τσιγάρο μου αφήνεις πια για χαρά. Ξανακοίταξε το Πανεπιστήμιο, το Λυκαβηττό, τον ουρανό, ο πιο ζουμερός ουρανός του κόσμου, ο πιο στιλπνός και αγέρωχος να χαραμίζεται να σκεπάζει μια πόλη που την παραδώσανε στην αφροντισιά – πώς το έλεγε η εθνική Πηνελόπη Δέλτα; στην «τουρκική αφροντισιά». Εμείς είμαστε πια ο δικός μας Τούρκος, ο πασάς και ο ανελέητος εκσυγχρονιστής, ο μαθητευόμενος μάγος που μισεί τους αμανέδες κι ο σκληρυμένος γενίτσαρος ταυτόχρονα. Όλα συγκλίνουν, όλα συναντιούνται, μια ολόκληρη ιστορία γεμάτη αγωνία και άγχος και μαζικό πόνο, από το Κιλκίς στη Μικρασία και από την Αστόρια μέχρι τους νεκρούς Ελληνοεβραίους του Άουσβιτς, όλα έρχονται να πεθάνουν εδώ: στο μασονικό τρίγωνο μεταξύ Ομόνοιας, Συντάγματος και ανύπαρκτης Τρίτης Πλατείας, της πλατείας που δεν ενσαρκώνεται, της πλατείας που θα σκέπαζε τους νεκρούς του Κεραμεικού, της πλατείας που εδώ και δύο αιώνες δεν υπάρχει γιατί απλώς  ορίζει την κορυφή ενός τριγώνου.
 
Διέσχισε την αγαπημένη του Πανεπιστημίου, χωρίς να παραλείψει, όπως κάθε φορά, να ρίξει μια ματιά δεξιά προς το Σύνταγμα και μία αριστερά προς την Ομόνοια όταν βρέθηκε στη μέση του δρόμου. Μετά, για μια διαδοχή στιγμών, η ματιά του μάγκωσε πάνω σε περαστικούς: μια θεωρητική ψηλή γυναίκα σα φοιτήτρια δραματικής σχολής, έναν σκυφτό κύριο γκριζομάλλη με ρεπούμπλικο καλοκαιριάτικα, ένα ημίχαζο ανατολικοευρωπαίο με τισέρτ και χοντρή αλυσίδα, μια κυρία τροφαντή αλλα κουρασμένη. Στο πεζοδρόμιο τους είχε ήδη όλους ξεχασμένους.