Δεν έχω τίποτε κοινό με τον William Faulkner, το τζέντλεμαν του νότου, τον Αμερικανό συγγραφέα των βιβλίων «The sound and the fury», «As I lay dying», «Absalom! Absalom!», etc., που τιμήθηκε με το Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1949. Δεν ήξερα τον Μένη Κουμανταρέα προσωπικά, παρά μόνο από τα βιβλία του «Τα μηχανάκια», «Το αρμένισμα», «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω», κλπ., και τον τραγικό του θάνατο.
Στο βιβλίο που αναφέρομαι, ένα πατέρας ο Aνς Μπάντρεν, και τα πέντε παιδιά του, τέσσερα αγόρια, οι Κας, Ντάρλ, Τζιούελ, Βάρνταμαν, κι ένα κορίτσι, η Ντιούη Ντέηλ, μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και μητέρας τους, της ‘Αντυ Μπάντρεν, «για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, μέσα από χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, όπου η βρωμιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα». Επιγραμματικά το θέμα: η τελετουργία του θανάτου και της ταφής της Άντυ Μπάντρεν.
Δύσκολη η μετάφρασή του στα Ελληνικά από τον Μένη Κουμανταρέα. Αρχικά, “tradittore est prodittore”, δηλαδή, «Ο μεταφραστής είναι προδότης». Κατά το μεταφραστή, η περιπέτεια «μοιάζει να τηρεί τους άγραφους νόμους μιας άγνωστης και πρωτόγνωρης ιεροτελεστίας». «Άλλο ζήτημα τώρα αν η ιεροτελεστία αυτή , που είναι το ξόδι της ‘Αντυ Μπάντρεν, μοιάζει σαν πρόφαση για τους ήρωες να ικανοποιήσουν ο καθένας ξεχωριστά τη δική του μικρή, στενόψυχη επιθυμία». Ο μεταφραστής ακόμη διαπιστώνει τις ακόλουθες «αρμονικές συγκρούσεις» στο έργο τούτο: (1) «το πάντρεμα μιας μεταφυσικής και μυστικιστικής λειτουργίας με μια λειτουργία καθαρά ζωική», (2) «τη συνύπαρξη μιας πρωτοποριακής γραφής μ’ έναν παραδοσιακό τρόπο αφήγησης», (3) τη συνύπαρξη του ποιητικού με το ρεαλιστικό στοιχείο», (4) «άλογο στενά δεμένο με το λογικό, κατά τον ίδιο τρόπο που η τρέλα συνορεύει απόλυτα με τη φρονιμάδα» και (5) «τη γλώσσα που είναι χαρμάνι λαϊκής λαλιάς και γλαφυρής ρητορείας».
Ξαπλωμένος στο κρεββάτι του πόνου (θανάτου) αναλογίζομαι τι θα ‘θελα για κηδεία. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που θέλω: να μην ταλαιπωρήσω κανένα από αυτούς που μ’ αγαπούν κι απ’ αυτούς που με μίσησαν. Να πάρουμε συγκομιδή όσα από τα γερασμένα όργανα μου είναι κατάλληλα για μεταμόσχευση. Να δώσουν αυτό που θα απομείνει από το κουφάρι μου στο εργαστήριο ανατομίας μιας όποιας ιατρικής σχολής. Κι εγώ να μπορώ να έρχουμαι από τον «κάτω κόσμο» σαν πνοή ανέμου να δροσίζω αυτούς που αγάπησα και μ΄αγάπησαν τα ζεστά καλοκαίρια στο Σικάγο, my dearest, την Κεφαλονιά, ήλιε μου, τα Γιαννιτσά, τζιέρι μου.
* Καθώς ψυχορραγώ (Μένης Κουμανταρέας)