Οι επιθυμίες μ’ έδωσαν τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτές δεν θάβγαινα στον δρόμο.
Κι αν πτωχικούς τους βρίσκω, οι «απολογισμοί» μου δεν με γέλασαν.
Έτσι σοφός που έγινα, με τόση πείρα, του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μου.
Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες δεν θα μπω.
Μα όταν κτίζουνε τα τείχη θα προσέχω. Δεν θα κλειστώ από τον κόσμον έξω.
Μέχρι μια Κυριακή, στις δέκα το πρωί ανάμεσα σε ωραία λουλούδια κι άσπρα να πω: “Εδώ ας σταθώ! ” . Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά τα «θέλω» μαζωμένα.
Μονάχα να προλάβω να ειπώ σ΄αυτούς που αγαπώ
– πριν μας αλλάξει ο χρόνος-
πως τις μέρες μου μαζί τους της απήλαυσα.
—
Kάποτε έγραφα, θαρρείς και μαστόρευα κάτι σπουδαίο και πρωτότυπο, «απολογισμούς» και «θέλω». Το ‘κανα πολλές φορές. Για τη χρονιά που έφτιαχνε βαλίτσα για την αναχώρηση μα και για κείνη που πρόβαρε τα καλά της, για το πρώτο συναπάντημα. Ευτυχώς δεν τιμωρήθηκα – ούτε από τον ποιητή, μήτε από τον Tom Smith * – για την τόση μου αυθάδεια.