Φεύγεις. Για να ξανάρθεις. Μέχρι να ξαναφύγεις. Ώσπου να επιστρέψεις. Πού είναι το εδώ και πού το εκεί, όλα μπερδεμένα. Χυλός. Swimming in a soup bowl. Αχάριστε. Έχεις φαγητό. Kαι casual joys. Πριν το check in, μετά τον ιμάντα αποσκευών, μετά την 6C, βγαίνοντας από΄ το parking. Με στολή πουτάνας. Μόνο το μέγεθος αλλάζει, αναποφάσιστο, η πουτάνα ίδια, αποφασισμένη. Στο δρόμο. Όλα δρόμος είναι. Κέρουακ μαλάκα. Έλιαζε τα αρχίδια του στην Τανγκέρη, εσύ τα στρίμωξες σ΄ένα σκούρο κοστούμι. Μετά κάθεσαι και σκαρώνεις φανταστικές ιστορίες. Για μια ζωή αληθινή. Ή αληθινές, για μια φανταστική. Into the money again, after the blue is gone. Γαμιούνται τα στιχάκια. Όλα ανάποδα. Δυσλεξία ψυχής, πρεσβυωπία, κάτι, δεν έχει λέιζερ γι’ αυτήν. Πάλι λάθος γραβάτα έχωσες στη βαλίτσα. Τον κόμπο τον θυμάσαι, μαζί σου τον σέρνεις. New career δεν έχει. Mόνο new towns. Mέχρι να σε σιχαθούν κι αυτές και να σηκώσουν φράχτες. Ανεπιθύμητος. Όταν καπνίζεις έξω κάνει κρύο. Κρυώνεις κι όταν δεν καπνίζεις. Τρεις τζούρες, τέλος. Διάδρομο και στην επιστροφή. Τα παράθυρα μπάζουν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι, με το ζόρι. Και να βλέπεις αγριόπαπιες, να πετάνε ανάστροφα. Μόνο εσύ τις βλέπεις. Υou could steal time, just for one day. Παπάρια μπορείς. Μια ζωή ενοχικός. Την Κυριακή θα ξεκουραστείς. Από τι; Aπό ποιους; And you may ask yourself. Αλλά πάει καιρός που δεν σου μιλάς πια.