Τα κρόσια
Ανεβαίνοντας προς το πάρκο από την γωνιά της Πασχαλίνας απέναντι από το σπίτι απ΄όπου έβγαινε ο Περιμένης και απέναντι από το σπίτι του Κοτσίνη, είδα τον Στούκα ποδηλάτη να βγαίνει από το στενό του Καλογερόπουλου ορθοπεταλιά, αγριωπός, ορατός σε χρόνο ουάν μισσισίπι – του μισσισίπι και πρόλαβα να δω πως είχε κόψει τα φρύδια του αφήνοντας το τρίχωμα μόνο το κοντά στα μάτια.
Δεν συνέχισα προς το πάρκο, όπου όλο και κάποιον θα συναντούσα από την τσακαλοπαρέα να τριγυρνά έξω από το ποδηλατάδικο του Δεμερτζίδη με μια μπαλίτσα με φούιτ, περιμένοντας να μαζευτούν, χάρη σε φίλους μερικές δεκάρες για να την μπαλώσουμε ως άτυπου συνεταίροι της.
Γύρισα σπίτι μέσω της Αγαθαγγέλου και βυθίστηκα στην κατηφόρα, αφήνοντας δεξιά το σπίτι του Ζεγγίνη, όπου είδαμε τον δορυφόρο πιστεύοντας πως μετέφερε τη Λάικα και διέσχισα την αυλίτσα με τους κρίνους, αποφασισμένος να μη φοβηθώ πια. Το ψαλίδι της μάνας μου ήταν στο καλαθάκι, δίπλα στο μπρούτζινο κόκκαλο για τα παπούτσια, φερμένο από τη Σιβηρία και πήγα στον καθρέφτη. Έκοψα τις άκρες των φρυδιών και είδα το αποτέλεσμα, οπότε προσπάθησα, με λιγότερη επιτυχία, να κλαδέψω τα ματοτσίνορα. Καθώς η έξαψή μου ανέβηκε, παιδεύτηκα αρκετά να κόψω τα κρόσια από το δαμάσκο τραπεζομάντηλο, όχι όλα και τέλειωσα την επιχείρηση κόβοντας τα τελειώματα της δαντελένιας κουρτίνας στο παράθυρο προς την βραγιά, πάνω από το ντιβάνι.
Μετά, ανέβηκα να κοιτάξω τις φωτογραφίες στο «Ρεξ» και οι φίλοι που αντάμωσα δεν σχολίασαν, αλλά μου φάνηκε πως φοβήθηκαν και μαζεύτηκαν. Κι όταν είδα πως οργάνωναν συνεργείο για την επομένη που έπεφτε παραμονή Φώτων, αρνήθηκα να λάβω μέρος και κανένας δεν είχε αντίρρηση.
Διότι είχα λάβει τη θέση μου στον Πυλώνα των άγριων Ηρώων.
Ήμουν ο Ζορρό και ο Φουμαντσού, και ο Στηβρήβ αργούσε ακόμη. Επιστρέφοντας σπίτι, αφού δεν αμέλησα να περάσω, τάχα τυχαία, έξω από το σπίτι της Ουρανίτσας που αγαπούσα, οι γονείς μου ήταν σαν σκιαγμένοι, ψιθυρίζοντας σε κάθε μέρος του σπιτιού όπου ήμουν απών, με άφησαν να παίξω με το Μεκανό από την Ρωσία και να διαλύσω την Κόντακ του μπαμπά, επειδή ήθελα τον κουρμπαριστό φακό για να παίξω.