Πώς στη μανιασμένη αυτή καταστροφή μπορεί η ομορφιά ν΄ αντιταχτεί; / ΣΕΞΠΙΡ, ΣΟΝΕΤΟ 65
Φράνκο Βεντούρι (απάντηση στην ερώτηση «Ποια είναι η γνώμη σας για τον εικοστό αιώνα»): «Οι ιστορικοί δεν μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα. Για μένα, ο εικοστός αιώνας δεν είναι παρά η διαρκής προσπάθεια που καταβάλλουμε για να τον καταλάβουμε.(Παρατίθεται από τον Έρικ Χόμπσμπομ, στην Εισαγωγή («Ο Αιώνας – Μια Κάτοψη. Δώδεκα άτομα εκφέρουν τη γνώμη τους για τον εικοστό αιώνα») του βιβλίου του «Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991».)
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: «Ετίναξε την ανθισμένη κερασιά»
Είχαμε αφήσει τους αμέριμνους πελάτες μιας Τράπεζας, ένα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, απασχολημένους με την τελετουργία της καθημερινότητας, βυθισμένους στη λήθη, ή και στην άγνοια της Ιστορίας. Που εξάλλου προπαγανδίζονται και επιδεινώνονται και από τους μείζονες ρυθμιστές του επιλήσμονος κοινωνικού ευδαιμονισμού, όπως είναι ας πούμε οι έμποροι των ειδήσεων. Πόσο απερίσπαστα μπορεί κανείς να επιδοθεί στις ειρηνικές καθημερινές ασχολίες του—τα ψώνια στο μανάβη, στο σούπερ μάρκετ, τον απογευματινό περίπατο του σκύλου—όταν από ένα αόρατο μεγάφωνο που χειρίζεται ο επίσης αόρατος τοποτηρητής της ιστορικής μνήμης, ο «ενοχλητικός παρατηρητής» του Χόμπσμπομ, εκπέμπονται συνεχώς, αντί μούζακ, τα τρομερά στατιστικά δεδομένα; Που αποδεικνύουν πως η ειρήνη που απολαμβάνουμε είναι η πάνω από τα σύννεφα επισφαλής και προσωρινά ηλιόλουστη κορυφή ενός Έβερεστ οδύνης, προσφυγιάς, πολέμων και ιστορικών πτωμάτων; Μόνο η ποίηση μπορεί να χειριστεί τόσο πολύπλοκες, φαινομενικά άλυτες αντιφάσεις. Αυτή η κοινωνικά άχρηστη και άμισθη «ασχολία λαπάδων».
Όπως στο συγκλονιστικό ποίημα των εικόνων που είναι το φιλμ του Σαμ Μέντες, «1917»—ένα 1917 που συμπτωματικά συμπίπτει με τη χρονολογία γέννησης του σπουδαίου ιστορικού Έρικ Χόμπσμπομ (1917-2012) και που, όχι συμπτωματικά, δεν ταυτίζεται με τη Ρώσικη επανάσταση, αλλά με τη φονική προτελευταία χρονιά στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Άγγλοι υποδεκανείς Σκόφιλντ και Μπλέικ, σε κρίσιμη αποστολή μέσα από τις γραμμές του εχθρού, γυρεύοντας κάπου να στηριχτούν στα ανώμαλα τοιχώματα της λασπωμένης λίμνης ενός κρατήρα από οβίδα, ανακαλύπτουν ο Μπλέικ ένα κρανίο, κι ο Σκόφιλντ παρασυρμένος από τον Μπλέικ καθώς αυτός πισωπατάει με φρίκη, παραπατώντας και πέφτοντας, πως το τραυματισμένο κιόλας άσκημα από το συρματόπλεγμα αριστερό του χέρι που αιμορραγεί, έχει βουτήξει μέσα στις λιωμένες σάρκες ενός ανθρώπινου πτώματος.
Πώς ζωγραφίζεται η φρίκη; ‘Oταν στη φρίκη των μισολιωμένων νεκρών του πολέμου που γίνονται φύση βρυκολακιασμένη μέσα στη φύση του τοπίου, ο άγγελος της αλήθειας που γνωρίζει μόνο την ποιητική αλφαβήτα, φτερουγίζοντας αόρατος πάντα δίπλα μας, δείχνει σε υποψιασμένους κι ανύποπτους πρωταγωνιστές, κομπάρσους ή αμέτοχους παρατηρητές, το σπόρο της νέας, μιας νέας ζωής, που δεν παύει να ξεφυτρώνει απ’ τα κουκούτσια των καρπών των κομμένων από τον εχθρό ολάνθιστων δέντρων κερασιάς, κομμένων ανελέητα στην πιο άδολα ωραία νυφιάτικη στιγμή τους. «Τις έκοψαν οι Γερμανοί…» λέει ο Σκόφιλντ θαμπωμένος απ’ το ανθισμένο όραμα που φανερώνεται μπροστά τους καθώς κάτω απ’ τη μύτη του δρεπανηφόρου θεριστή περιπλανιούνται στην εχθρική περιοχή—«Μπα, δεν είναι τίποτα» απαντάει απτόητος ο θαρραλέος πραγματιστής υποδεκανέας Μπλέικ, με σιγουριά ειδικού· η μάνα του είχε περιβόλι κι ο Μπλέικ γνωρίζει όλες τις ποικιλίες κερασιάς: «’Οταν πέσουν τα κεράσια και σαπίσουν, απ’ τα κουκούτσια τους θα φυτρώσουν περισσότερες». Τα λόγια τους τυπώνονται λιθόγλυφα στον ακίνητο αέρα που ταράζεται μόνο από κάποιες μακρινότερες ή κοντινότερες ομοβροντίες. Είναι το βουκολικό επιτάφιο του Μπλέικ που θα σφαχτεί ύστερ’ από λίγο, λίγο πιο πέρα απ΄τις ανθισμένες κερασιές.
Δεν είναι η μόνη αβάσταχτα αξιομνημόνευτη στιγμή της ταινίας όπου όλες οι τυχόν κριτικές ή άκριτες αντιρρήσεις (από τα: «χολιγουντιανό έπος», «ιδεολογική στειρότητα», «φλερτ με το μελό και φτηνός εντυπωσιασμός», «δεν μας μαθαίνει Ιστορία» ως τα: «αμάν, τι ψυχοπλάκωμα», «δεν μπορώ να συνέλθω» κ.ά.) εξοστρακίζονται και κατατροπώνονται από τη χαλύβδινη ποιητική και ανθρώπινη και τεχνική τελειότητά της. «Κολασμένο παστοράλε» την αποκαλεί ο Άνταμ Μαρς-Τζόουνς στο «The Times Literary Supplement». Και αν είναι κολασμένο, άλλο τόσο είναι και κολασμένο βουκολικό παλίμψηστο. Στην ταινία ακούγονται μόνο δυό—αλλά τί δυό—στίχοι του Κίπλινγκ:
Στης γέεννας τα έγκατα ή στ’ ουρανού το θρόνος / παγαίνει το ταχύτερο ο που-παγαίνει-μόνος
και η επωδός του μεγαλειώδους Ληρολογήματος, «Οι Μπερδεμένοι» (The Jumblies):
Σε χώρα μακρινή και παινεμένη / Σε χώρα όπου ζουν οι Μπερδεμένοι / Που έχουν κεφάλια πράσινα και χέρια θαλασσιά /Και σάλπαραν με κόσκινο στην ακροθαλασσιά
Όμως η ποιητική της τροπή, το ήθος και ο απελπισμένος σουρεαλισμός αυτής της τροπής, φυτρώνουν και δίνουν το σπαρακτικό τους άνθος στην με αίμα ποιητών λιπασμένη λάσπη των χαρακωμάτων. Εκεί που πολέμησαν και σκοτώθηκαν, ή γλίτωσαν ανεπανόρθωτα λαβωμένοι, ο Γουίλφρεντ Όουεν, ο Σίγκφριντ Σασούν, ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο Έντμουντ Μπλάντεν, ο Ντέιβιντ Τζόουνς, ο Ισαάκ Ρόζενμπεργκ, ο Έντουαρντ Τόμας. Όλοι αυτοί που μπόρεσαν να πουν με τη μούσα του Όουεν πως «Δε νοιάστηκαν για την Ποίηση, αλλά θέμα τους ήταν ο Πόλεμος και η συμπόνια του Πολέμου. Η Ποίηση βρίσκεται στη Συμπόνια».
«Γι’ αυτούς που πάνε σα σφαχτά, καμπάνα ποια σημαίνει;» αναρωτιέται και θρηνεί ο Γουίλφρεντ Όουεν στο σονέτο «Μοιρολόι για νιάτα καταδικασμένα» (μτφρ Γ. Κοτζιούλα). Γι’ αυτούς που «Το χλώμιασμα των κοριτσιών για σάβανό τους θα ‘ναι / και για λουλούδια, η τρυφερότητα ψυχών που δε μιλάνε». Ο υποδεκανέας Σκόφιλντ χάνει το σύντροφό του απ’ τον ύπουλο εχθρό μαχαιρωμένο, και με το μαχαίρι μπηγμένο τώρα στην δική του την καρδιά, σα ζώο εξαγριωμένο μα και χαλυβδωμένο από τον πόνο, ξεπερνάει το ένα μετά το άλλο υπερφυσικά εμπόδια για να φτάσει να εκτελέσει την αποστολή που ανατέθηκε σ’ αυτόν και στον αδικοχαμένο Μπλέικ. Να περάσουν τις γραμμές του εχθρού και να βρουν το συνταγματάρχη Μακένζι με την επείγουσα διαταγή να ματαιώσει την προγραμματισμένη επίθεση του συντάγματός του εναντίον των Γερμανών, γιατί υπάρχει παγίδα του εχθρού όπου θα χαθούν σίγουρα οι 1600 άντρες. Ανάμεσα σ’ αυτούς, και ο αδερφός τού Μπλέικ. Προχωρεί ασυγκράτητος με το πρόσθετο τώρα κίνητρο να συναντήσει οπωσδήποτε τον αδερφό τού Μπλέικ για να τού παραδώσει τα προσωπικά αντικείμενα του νεκρού. Αναγκάζεται να πηδήσει μέσα στο ποτάμι που οδηγεί στο δάσος όπου σταθμεύει το σύνταγμα. Τον βλέπουμε να παλεύει με τα ορμητικά νερά του φουρτουνιασμένου ποταμού κολυμπώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων που κατεβάζουν τα ρεύματα προς τις όχθες. Πιάνεται επιτέλους από κάτι κλαδιά που επιπλέουν και αφήνεται ανάσκελα να επιπλέει κι αυτός, τα νερά είναι παγωμένα, ναρκώνεται, πάει να αποκοιμηθεί, ο ύπνος φτερουγίζει δίπλα του με το θάνατο, τινάζεται, δίπλα του επιπλέουν λουλούδια κερασιάς. Του μιλούν για τη ζωή. Συνέρχεται, συνεχίζει το κολύμπι, βγαίνει σώος στην όχθη. Η τελική σκηνή τον θέλει αποκαμωμένο, καθισμένο στη ρίζα ενός δέντρου, στα χέρια του κρατάει ενθύμια του Μπλέικ και φωτογραφίες αγαπημένων. Κλείνει τα μάτια. Γίνεται τώρα ξανά «Το παλικάρι του Σρόπσιρ» που όμως έπαθε και έμαθε πολλά. Μπροστά του το χορτάρι πρασινίζει. Κάπου εκεί κοντά είναι και οι ανθισμένες κερασιές του Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν που στα 1896 τραγούδησε αμέριμνος:
Το ποθεινότερο των δέντρων, τώρα η κερασιά
Στόλισε μ’ άνθη όλα τα κλαδιά,
Και καμαρώνει στη δασοπλαγιά
Στ’ άσπρα ντυμένη για την Πασχαλιά.
Στα τρεις-φορές-είκοσι-και-δέκα χρόνια που θα ζήσω,
Τα είκοσι πρώτα δε θα ξαναρθούν,
Κι αν είκοσι Άνοιξες βγάλεις απ΄ τις εβδομήντα,
Μόνο πενήντα μένουν τα μάτια μου να δουν.
Κι αν για να δεις τα πράγματα ν’ ανθούν
Πενήντα Άνοιξες μόνο δεν αρκούν,
Στα δάση λέω να τριγυρίσω
Την κερασιά με χιόνια στολισμένη ν’ αντικρίσω.
ΥΓ Στον διαδικτυακό τόπο www.IMDb.com μέτρησα 1000 συντελεστές της ταινίας, χωρίς τους κομπάρσους. Εδώ μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τεχνικές λεπτομέρειες του επιτεύγματος του οπερατέρ Ρότζερ Ντίκινς. Και όχι μόνο. Έχει η ποίηση τις δυσκολίες της, αλλά στο τέλος καταφέρνει και με το παραπάνω να κάνει το τίποτα να συμβεί παρά τις μεταφραστικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου.