0 302
12-01-2018

Έχω να μπω σε εγχώριο -έτσι το λένε νομίζω- τραίνο και ΚΤΕΛ κάτι αιώνες. Ίσως όχι από την εποχή που είχαν κάρβουνα, ντηζελάμαξες και σκευοφόρους, θέση για τον εισπράκτορα (που ελλείψει αυτού φιλοξενούσε την πιο όμορφη της δiαδρομής) και στάσεις στην Αλαμάνα για μπιντόκ και στου Λεβέντη για ρυζόγαλο με κανέλλα, αλλά μπορεί και ναι, πάει πολύς καιρός και δουλεύει ύπουλα το fade away. Δεν μπορείς, πλέον, να σκαρώσεις καμιά σοβαρή και στιβαρή ιστορία on the road με τέτοιες ελλείψεις. Τα υλικά των παλιών διαδρομών μου είναι στοιβαγμένα σε σκοτεινές σκονισμένες αποθήκες πλάι σε αποβάθρες, υπεραστικούς σταθμούς και σαρανταπεντάρια δισκάκια σε τζουκμπόξ ή κούτες με 8-track. Τα καφέ και πράσινα κουρτινάκια τα ποτισμένα με άφιλτρα τσιγάρα, τα ’Μη κύπτετε έξω από το παράθυρον’ σε άπταιστη βολταιρική, ο Κώστας Μοναχός με τη Ρένα Βιολάντη και τα σεκλέτια του οδηγού τρεις τα ξημερώματα λίγο μετά το ’λείπει κανείς;’ της Ασπροβάλτας, έχουν από καιρό μεταναστεύσει στη χώρα του ’address unknown’.