Το πρώτο κουδούνι
10-09-2019

Και ξαφνικά, χωρίς να μπω καν στον κόπο να γκρινιάξω ως συνήθως ή έστω να το ζητήσω απλώς από τους γονείς μου, βρέθηκα να έχω στην κατοχή μου ένα σωρό καινούργιους θησαυρούς. Μου αγόρασαν τετράδια τα οποία φρόντισαν οι ίδιοι να τα ντύσουν με μπλε κόλλα και να κολλήσουν στην συνέχεια από μια τετράγωνη ετικέττα στο εμπρόσθιο μέρος τους, στην οποία έγραψαν βεβαίως με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα εκτός της τάξεως που θα πήγαινα και το όνομά μου φαρδιά – πλατιά: «Τετράδιον του μαθητού Γεωργίου Ν. Ευσταθίου». Δεν παρέλειψαν να με εφοδιάσουν με πολλά μολύβια Faber, ξύστρα μεταλλική, μερικές γομολάστιχες και βεβαίως την απαραίτητη κασετίνα για να τα τακτοποιώ ως καλό παιδί κι επιμελής μαθητής. Ήταν ξύλινη με συρταρωτό καπάκι και δύο επάλληλα επιπέδα περιστρεφόμενα με διάφορα χωρίσματα στο εσωτερικό τους, ένα όνειρο! Απέκτησα επίσης το Αναγνωστικό Βιβλίο της Πρώτης Δημοτικού με το σκληρόδετο εξώφυλλο και τις υπέροχες ζωγραφιές, το κοινώς λεγόμενο Αλφαβητάρι. Περισσότερο είχα χαρεί όμως με την δερμάτινη σάκκα, τον αχώριστο σύντροφό μου όπως μου έμελλε για πολλά χρόνια. Έκλεινε με λουριά και μύριζε θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά, ευωδιάζε θαρρείς όχι δέρμα, αλλά μάθηση… Κρατώντας την από το χερούλι βρέθηκα από την επομένη κι εφεξής, μόνιμα αγχωμένος και αγκομαχώντας λόγω του βάρους της, να πηγαινοέρχομαι στο σχολείο μου, το 5ο Δημοτικό Σχολείο των Αγίων Αναργύρων. Η μπλε ποδιά με το συνακόλουθο λευκό γιακαδάκι των πρώτων ημερών δεν ευδοκίμησε. Γρήγορα εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από τ΄ αγόρια. Μα και τα κορίτσια δεν την φορούσαν σταθερά. Η μαθητική περιβολή δεν θα ήταν μάλλον και τόσο υποχρεωτική, πως αλλιώς;

Ειλικρινά, ούτε κατάλαβα πότε πρόλαβαν και ειδοποίησαν τον ημιπλανόδιο φωτογράφο της εργατικής συνοικίας κι εκείνος κατέφθασε την παραμονή της σχολικής ενάρξεως, πρωί – πρωί Κυριακάτικα, να με απαθανατίσει με την μηχανή του. Έγινε κανονικός συναγερμός για την κατάλληλη προετοιμασία μου. Η μητέρα έτρεχε και δεν έφθανε, ήθελε όλα να είναι στην εντέλεια. Αν και μέσα μου ένιωθα κάπως υπερήφανος που έστω και άθελά μου είχα τραβήξει επάνω μου τα βλέματα και την προσοχή των άλλων, ομολογώ πως δεν μου πολυάρεσε η όλη διαδικασία και τα μαγουλά μου ήταν εμφανώς κατακόκκινα από την ντροπή. Κι αυτό γιατί ο δαιμόνιος φωτογράφος με καθοδηγούσε συνεχώς, μου έδινε οδηγίες πως να σταθώ, πως να κοιτάζω ή να χαμογελάω στον φακό, σε μια εμφανή προσπάθεια εντυπωσιασμού των γονιών μου. Ήθελε προφανώς να τους πείσει για τις «καλλιτεχνικές» του δεξιότητες και άρα να ανεβάσει την συμφωνημένη τιμή, όπως τώρα υποθέτω εκ των υστέρων. Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς το πήρε αμέσως χαμπάρι κι ήλθε να χαζέψει το θέαμα. Δεν ήταν συνηθισμένα πράγματα αυτά. Ακόμη απορώ πως τους ήλθε να με φωτογραφίσουν με την ποδιά και την σχολική σάκκα, εφόσον δεν έπραξαν παρομοίως σε προηγούμενες πιο σημαντικές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όπως είναι για παράδειγμα η βάπτιση. Τέτοιες πολυτέλειες με δεδομένη την οικονομική τους δυσπραγία, ήταν ανεπίτρεπτες. Μια εξήγηση μπορεί να υπάρχει κι αυτή είναι ότι είχαν σίγουρα μεγάλες βλέψεις για τον νεαρό βλαστό τους, η μητέρα κυρίως. Με κάθε τρόπο φρόντιζε -εκείνη πάντοτε, ο πατέρας δεν με πίεσε ποτέ για κάτι- να μου υπενθυμίζει τις κατά καιρούς θυσίες τους χάριν των σπουδών μου και ότι εγώ μεγαλώνοντας όφειλα βεβαίως να φανώ, πάση θυσία, αντάξιος αυτών και να μην διαψεύσω επ΄ ουδενί τις προσδοκίες τους. Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο, μέχρι να του δώσεις μία και να πάει κανονικά από ΄κει που ήλθε!

Το σχολείο μου ήταν νεοσυσταθέν, μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε ξεκινήσει την λειτουργία του, και για καλή μου τύχη βρισκόταν πολύ κοντά, μόνο δύο τετράγωνα πιο κάτω από το πατρικό σπίτι. Κι αυτό χάρη στον Παπά, έναν καλογερόπαπα ή αρχιμανδρίτη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που έχτισε τρεις μεγάλες αίθουσες στο οικόπεδό του συν ένα γραφείο για τους δασκάλους και κάποιες τουαλέτες -αποχωρητήρια τις λέγαμε τότε ή καμπινέδες- με κάθισμα αλά τούρκα. Ούτε λόγος για νιπτήρες. Άλλωστε όλη η περιοχή έπαιρνε καθημερινά νερό για να ξεδιψάσει και να πλυθεί από το βυτιοφόρο του νερουλά, δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Αναγκαστικά λοιπόν κάνανε μάθημα εναλλάξ τρεις τάξεις το πρωί και οι άλλες τρεις το απόγευμα. Για το υποτυπώδες αυτό σχολικό συγκρότημα ο Παπάς εισέπραττε κάποιο χαμηλό ενοίκιο από το ελληνικό κράτος. Όπως και να ΄χει όμως ήταν μεγάλο ευεργέτημα αυτό για τον κοσμάκη. Μέχρι τότε οι μικροί μαθητές έπρεπε να πηγαίνουν ή με τα πόδια μέχρι την Νέα Φιλαδέλφεια ή με το λεωφορείο στο Μενίδι. Ταλαιπωρία μεγάλη για τα παιδιά και άγχος για τους μεροκαματιάρηδες γονείς, χώρια το έξοδο των εισιτηρίων. Πολλά εθρυλούντο για τον Παπά που έμενε σε κάτι αυθαίρετα δωμάτια παραπλεύρως των δικών μας αιθουσών και κολλητά με το εκκλησάκι της Αναλήψεως που, ιδίοις εξόδοις, είχε επίσης ανεγείρει και το λειτουργούσε σε πείσμα της Αρχιεπισκοπής. Έτρεφε, έλεγαν οι κακές γλώσσες, μεγάλη αδυναμία στα «ανήψια» του, κάτι πανέμορφους νταγκλαράδες που κατά διαστήματα εμφανίζονταν από το πουθενά. Πλην όμως το σχήμα του και η ευεργεσία του με το σχολείο δεν επέτρεπαν και πολλά κουτσομπολιά. Οι κορκοσούρες της γειτονιάς κρατούσαν χαμηλούς τόνους στο ευαίσθητο αυτό ζήτημα. Εμένα πάντως, ένας εκ των νεαρών με είχε βάλει στο μάτι και κατά το διάλειμμα που τρεχοβολάγαμε πάνω – κάτω στην αυλή, με καλούσε κοντά του και χάριν παιδιάς όλο και μου έκανε κάτι περίεργες λαβές και με έσφιγγε δυνατά ανάμεσα στα ποδάρια του. Μόλις έβαζα τις φωνές, χαλάρωνε λίγο την λαβή και με άφηνε να ξεγλιστρήσω. Αλλά κι εγώ από την μεριά μου δεν τον απέφευγα. Αντίθετα θυμάμαι καλά, πως συνεχώς του τριβόμουν, πήγαινα που λένε γυρεύοντας. Μάλλον θα μου άρεσε το παιχνίδι του…

Απέναντι από την κεντρική είσοδο του σχολείου την μονίμως ανοιχτή, υπήρχε το ψιλικατζίδικο της κυρά Δέσποινας. Τόσο εκείνη όσο και ο συζυγός της ο κυρ Νίκος ήταν κάποιας ηλικίας. Παρ΄ όλα αυτά είχαν αποκτήσει σχετικά πρόσφατα τότε, Κύριος οίδε μετά από τι προσπάθειες, ένα ιδιαίτερα τροφαντό κοριτσάκι ονόματι Σοφούλα που το λάτρευαν. Εμείς καθώς σπρωχνόμασταν σε κάθε διάλειμμα, συνωστιζόμενοι ως σμάρι από μέλισσες μπροστά από το συρταρωτό παράθυρο του ψιλικατζίδικου για ν΄ αγοράσουμε με το χαρτζηλίκι μας, τις πενταροδεκάρες που μας έδιναν από το σπίτι, κανένα σάμαλι ή τίποτα καραμέλες τσάρλεστον, τίποτα τσιχλόφουσκες ή γλιφιτζούρια επίσης, ρίχναμε κλεφτές ματιές προς τα μέσα και χαζεύαμε τα παιχνίδια της μικρής Σοφούλας που ήταν παντού σπαρμένα στο εσωτερικό του σπιτιού. Εμείς ούτε στα όνειρά μας δεν τα είχαμε δει κάτι τέτοια. Στα σίγουρα πάντως η κυρά Δέσποινα το είχε μονοπώλιο κι έκοβε μονέδα… Επειδή όμως δεν υπήρχε ανταγωνιστής στην δουλειά της ήταν αφ΄ υψηλού και καθόλου γενναιόδωρη. Το ψιλικατζίδικο της κυρά Χρυσούλας λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο ήταν απαρχαιωμένο, άσε που μας έπεφτε κομμάτι μακριά. Όταν τολμούσαμε να ζητήσουμε νερό, καθότι εμφιαλωμένο δεν υπήρχε ακόμη και παγούρι από το σπίτι δεν πέρναμε, μας το αρνιόταν χωρίς πολλές κουβέντες. Εμείς δε, έχοντας κορακιάσει από το τρεχαλητό, ιδιαίτερα όταν έσφιγγαν οι ζέστες, εκεί από τα μέσα Μαΐου και μετά, αγοράζαμε ρεφενέ καμιά πορτοκαλάδα παγωμένη ή λεμονίτα για να κόψουμε την δίψα μας και την πίναμε από δυο – τρεις γουλιές ο καθένας, ανάλογα με την οικονομική συνδρομή που είχαμε προκαταβάλει. Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την στιγμή που η καθαρίστρια του σχολείου, η κυρά Παναγιώτα, αποφάσισε να στήσει τον δικό της υπαίθριο πάγκο στο προαύλιο, προφανώς με την ανοχή του διευθυντή και με τα ίδια πάνω – κάτω «μπινελίκια». Και μάλιστα προσφέρντας αγόγγυστα νερό στα παιδιά από έναν τενεκέ γαλβανιζέ. Το μοναδικό κύπελο ήταν κοινής χρήσης, με το ίδιο κύπελο ξεδιψούσαμε όλοι μας. Μόλις το πήρε χαμπάρι η κυρα Δέσποινα έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προσφέροντας πλέον κι εκείνη το πολυπόθητο νεράκι. Αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς!

Στις πρώτες τάξεις είχα δασκάλα μου την κυρία Δήμητρα Λάγκα, ιδιαίτερα αυστηρή γυναίκα. Τα πρωτάκια κατουριόμασταν επάνω μας από τον φόβο. Μια φορά θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν διαπίστωσα έντρομος ότι οι άκριες του τετραδίου μου είχαν διπλώσει προς τα μέσα, ούτε κι εγώ ξέρω πως, γνωρίζοντας ότι με περιμένει σίγουρη τιμωρία, αρνήθηκα να πάω σχολείο. Χρειάστηκε να με συνοδεύσει ο πατέρας και να δικαιολογηθεί για λογαριασμό μου. Τα σκαμπίλια, το τράβηγμα μέχρι ξεριζώματος του αυτιού και οι ξυλιές στην ανοιχτή παλάμη με τον χάρακα ήταν τότε στην ημερήσια διάταξη… Οι δάσκαλοι ετύγχαναν μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού. Είχαν όχι μόνο την ανοχή, αλλά συχνά και την παρότρυνση των γονιών να είναι αυστηροί και τιμωρητικοί με τα παιδιά τους. Είναι χαρακτηριστική η φράση που έλεγαν στους παιδαγωγούς. «Δάσκαλε, το κρέας όλο δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου!». Στην Τετάρτη με περιέλαβε ο κύριος Γκαβογιάννης, άλλος κι εκείνος του λόγου του. Όλη η τάξη τον έτρεμε. Πολύ του θύμωσα όταν πήρα το ενδεικτικό μου και είδα, αντί του αναμενόμενου «άριστα – δέκα», ένα ωραιότατο «εννέα». Τις δύο τελευταίες χρονιές στο δημοτικό είχα δάσκαλο τον γλυκύτατο κύριο Γεώργιο Παναγιωτόπουλο. Ήταν ολίγον ιδιόρυθμος κι έκαμνε διάφορους νευρικούς μορφασμούς όταν μιλούσε, άσε δε όταν νευρίαζε με τις σκανταλιές μας. Αυτά τα τικ, όπως απλούστερα τα λέμε συνήθως, ήταν το βούτυρο στο ψωμί των παιδιών… Οι τσακαλόμαγκες της γειτονιάς δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Του είχαν κολλήσει ένα σωρό παρατσούκλια. Τι «Αράπη» τον έλεγαν, λόγω του σκούρου μελαχρινού του χρώματος, τι «Σκαρμούτσο», τι «Πιττακό»! Μα το επικρατέστερο όλων ήταν το «Φουντούκος». Παρ΄ όλα αυτά, είμαι σε θέση να καταλάβω εκ των υστέρων, πόσο καλός, επί της ουσίας, δάσκαλος ήταν. Κι ας του είχαν πάρει τα παιδιά τον αέρα… Πριν από μερικά χρόνια βρήκα συμπτωματικά το τηλέφωνό του και χωρίς δεύτερη σκέψη τον κάλεσα. Παρότι ήταν υπέργηρος πλέον και το χρονικό διάστημα που είχε από τότε μεσολαβήσει υπερέβαινε κατά πολύ τα τριάντα χρόνια, όταν του είπα ποιος είμαι και τι κάνω, με θυμήθηκε αμέσως. Με εντυπωσίασε, δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Δάσκαλε, σίγουρα με θυμόσαστε;» τον ρώτησα συγκινημένος. «Ναι παιδί μου, δεν είσαι ο γιος του κουρέα;» μου απάντησε αυθόρμητα κι αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Έγραφες θυμάμαι ωραίες εκθέσεις. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να ασχοληθείς με την δημοσιογραφία ή κάτι άλλο σχετικό». Δυστυχώς, δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που του έδωσα ότι θα περνούσα άμεσα από το σπίτι του να τα πούμε από κοντά, όπως ο ίδιος μου το ζήτησε. Λίγους μήνες μετά απεβίωσε.

 

Η μυρωδιά των μολυβιών στην κασετίνα

τα αγγλικά του Στρατηγάκη με τον μήνα

ποτέ μου δεν το έμαθα «to be or not to be»

κι απ΄ το πουκάμισο πως λείπει το κουμπί

Όσο φοβάσαι θα φοβάμαι

στάσου στο πλάϊ μου και πάμε

μέχρι να φύγει ο Χειμώνας

θα ΄μαι παιδί και κηδεμόνας

Στα μαλλιά η χωρίστρα στρωμένη και ίσια

κέντρο του κόσμου όλου ήταν τα Πατήσια

σα πρόχειρο διαγώνισμα στα μαθηματικά

ο φόβος μου μεγάλωσε μαζί μου οριστικά

Όσο φοβάσαι, θα φοβάμαι

Στάσου στο πλάϊ μου και πάμε

φύλακας, άγγελος προστάτης

στις αταξίες μου επιστάτης.

 

Οι άτεχνοι αυτοί στίχοι τραγουδιού, γραμμένοι κάπου εκεί στην δεκαετία του ΄80 και ξεχασμένοι έκτοτε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου, ανεσύρθησαν εξ αφορμής του συγκεκριμένου θέματος και είναι χαρισμένοι στους αγαπημένους δασκάλους μου που μετάρσιοι πλέον, ίσως με παρακολουθούν από εκεί ψηλά. Πλησιάζει η ώρα που θα συναντηθούμε και πάλι, δάσκαλοι και ισόβιοι μαθητές. Και όχι, το επικίνδυνο αυτό μακροβούτι στα νερά των πρώτων μαθητικών μου χρόνων δεν ήταν τελικά τόσο ανώδυνο, όσο το υπολόγιζα.