Φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης
Συγκάτοικοι με τον Κάλφα
25-09-2019

Τον Γιώργο Καλφαμανώλη, γιο της εξαίρετης ηθοποιού Αλίκης Γεωργούλη και του σημαντικού παίκτη της υδατοσφαίρισης Πέτρου Καλφαμανώλη –κατά την δεκαετία του ΄50 διακρίθηκε με την ομάδα «Εθνικός» του Πειραιά στην οποία υπήρξε μετέπειτα και πρόεδρος για χρόνια- τον συνάντησα πιτσιρίκο, εκεί γύρω στα δώδεκα – δεκατρία, τον Αύγουστο του 1980. Βρισκόμουν για διακοπές στο Μεταξοχώρι της Αγιάς, καλεσμένος του φίλου μου ποιητή Γιάννη Κοντού και είχαμε πάει θυμάμαι για εθιμοτυπική επίσκεψη στο εξοχικό σπίτι που επίσης διατηρούσε στο παραδοσιακό χωριό η μητέρα του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα, μέχρι λίγο πριν από τον γάμο του με την δημοσιογράφο Μανίνα Ζουμπουλάκη. Καθότι ήταν φίλη μου βρέθηκα καλεσμένος κι εγώ στο «μυστήριο» που ετελέσθη στον Άγιο Διονύσιο της οδού Σκουφά και στο πάρτυ που ακολούθησε, μέχρι πρωίας, σ΄ ένα μπαρ του Κολωνακίου. Ο γαμπρός με την νύφη, κόντρα στις παραδόσεις, κατέφθασαν μαζί στην εκκλησία, επιβιβασμένοι μάλιστα σ΄ ένα παλιό εγγλέζικο ταξί, αγορασμένο κοψοχρονιά από τον Κάλφα στο Λονδίνο. Το κουβάλησε μαζί του, όταν μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του σε κάποιο ονομαστό κολλέγιο της γηραιάς Αλβιόνας με αντικείμενο την φωτογραφία, επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήταν πολύ στιλάτη, πραγματικά, η μαύρη κούρσα! Μα κι εξαιρετικά δαπανηρή, ασύμφορη. Έκαιγε πολύ βενζίνη, δεν την προλάβαινες… Στο τέλος εγκαταλείφθηκε από τον ιδιοκτήτη της στο τελωνείο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, μιας κι έπρεπε κάθε εξάμηνο να την βγάζει εκτός της ελληνικής επικράτειας και την επομένη να την επαναπατρίζει. Δεν κατάλαβα ποτέ μου για ποιον ακριβώς λόγο, άλλωστε δεν μ΄ ενδιέφερε και τόσο.

Τον Ιούνιο του 1994 το ζευγάρι των φίλων μου απέκτησε παιδί, ένα αγοράκι στρουμπουλό, σκέτο κουκλί. Το όνομα δε αυτού, όπως ήταν αναμενόμενο, Πέτρος. Τύχαινε να λένε Πέτρο και τον άλλον παππού, τον πατέρα της Μανίνας, οπότε «μ΄ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια…». Το «μυστήριο» της βάπτισης έγινε και πάλι στον Άγιο Διονύσιο ένα Κυριακάτικο πρωινό του μεθεπόμενου Νοεμβρίου. Νονός του νεοφώτιστου ήταν ο φίλος της οικογένειας Μανόλης Σαββίδης. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι την στιγμή που ο Κάλφας μου ανακοίνωσε ότι ο γάμος του δεν τραβάει άλλο κι ότι θέλει να χωρίσει. Κι επειδή εγώ, μέχρι τότε, σύννεφα δεν είχα δει στον ορίζοντα, έπεσα όπως λένε από τα σύννεφα… Του συνέστησα ψυχραιμία και να το ξανασκεφθεί σοβαρά. Πλην όμως ήταν ειλημμένη η απόφαση. Ευτυχώς, δεν υπήρξαν ιδιαίτερες αναταράξεις και παρατράγουδα. Όλα έγιναν πολιτισμένα και με πολλή μεγάλη κατανόηση, κυρίως εκ μέρους της Μανίνας, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα. Λόγω του χωρισμού του άρχισε να ψάχνει για σπίτι. Στο ήδη υπάρχον θα έμενε η πρώην σύζυγος με το παιδί τους. Συμπτωματικά εκείνη την περίδο ήμουν σε παρόμοια αναζήτηση κι εγώ. Έψαχνα ένα μικρότερο σπίτι και πιο συφερτικό στην τιμή, γιατί αυτό που έμενα με είχε ξετινάξει οικονομικά, ήταν ωραίο αλλά πανάκριβο. Τότε μου έκανε την πρόταση, αντί να πιάσουμε από ένα μικρό και ίσως μίζερο ο καθένας μας διαμέρισμα, να συγκατοικήσουμε. Θα μπορούσαμε να βρούμε ένα αρκετά μεγάλο και να μοιραζόμαστε τα έξοδά του. Η αλήθεια είναι ότι μου καλοάρεσε η ιδέα του. Τον συμπαθούσα πολύ τον Κάλφα κι από το λίγο που τον είχα ζήσει, ήταν γλυκός και ήσυχος άνθρωπος. Γιατί όχι, σκέφτηκα. Επίσης είχα βαρεθεί κάπως τον μονήρη βίο μου, με είχε κουράσει. Και τα προβλήματα της πρώϊμης συγκατοίκησης, όταν πριν από πολλά χρόνια είχα αποδράσει από την πατρική εστία, τα είχε μισοσβήσει όλα ο χρόνος, ούτε που τα θυμόμουν καλά – καλά. Έτσι είπα το μεγάλο ναι. Με την προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσε και η Μανίνα.

Η φίλη μου, όταν ενημερώθηκε σχετικώς από τον Κάλφα, δεν είχε την παραμικρή ένσταση, απεναντίας θεωρούσε ότι θα ήμουν ο καταλληλότερος συγκάτοικος για τον πρώην σύζυγό της και συγκατατέθηκε με την σειρά της να μείνουμε μαζί. Εκείνο που δεν γνώριζα κι επιμελώς απέφυγε να μου επισημάνει ο συγκάτοικός μου, ως αυτονόητο υποτίθεται, ήταν ότι, καθώς συμβαίνει με τα περισσότερα χωρισμένα ζευγάρια, έτσι κι αυτός θα έπαιρνε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο τον μικρό Πέτρο, κατόπιν συμφωνίας βεβαίως με την μητέρα του, για να μείνει σε μας. Στραβοκατάπια, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω, ήταν πλέον πολύ αργά. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο λοιπόν, το σπίτι μας επί της οδού Τσόχα 35, ένα λουξ ρετιρέ διαμέρισμα των πέντε και πλέον δωματίων – έναντι του γνωστού εστιατορίου «Balthazar» – γέμιζε από παιχνίδια, φωνές και αυστηρές νουθεσίες ενίοτε εκ μέρους του Κάλφα προς τον γιο του, όταν ο μικρός έκανε σκανταλιές ή αρνιόταν να φάει το φαγητό του. Τα κυνηγητά με τον συνομήλικο Αλέξανδρο από το διπλανό διαμέρισμα που είχαν γίνει στο μεταξύ φίλοι από την πρώτη κιόλας ημέρα, προς μεγάλη ανακούφιση βεβαίως της μητέρας του, έδιναν κι έπαιρναν. Οι παιδικές βιντεοκασέτες δε, έπαιζαν σταθερά από πρωίας στην τηλεόραση. Κι εγώ με προσποιητή στωϊκότητα, μακαρίζοντας συχνά ενδομύχως τον θηριώδη Ηρώδη της Καινής Διαθήκης, ετοίμαζα κρέμες και ρυζόγαλα στην κουζίνα για να φάνε τα παιδιά μετά το παιχνίδι τους. Οικειοθελώς πάντοτε, χωρίς κανένας ποτέ να μου το ζητήσει ή επιβάλλει, και πως άλλωστε; Ω, μέγα μυστήριον άλυτον, της αντιφατικότητας των ανθρωπίνων παρορμήσεων και διαθέσεων!

Εκτός των άλλων, κάποια Σαββατόβραδα κατέφθανε ειδοποιημένη από τον Κάλφα η κυρία Γιάννα, μια πολωνέζα οικιακή βοηθός από τα προηγούμενα χρόνια του έγγαμου βίου του με την Μανίνα. Ερχόταν και στο δικό μας σπίτι κάθε δεκαπέντε ημέρες για μεγαλύτερη, πέραν της συνήθους, καθαριότητα και για να σιδερώσει τα ρούχα. Η νυκτερινή άφιξή της κατά το Σάββατο ήταν έκτακτη. Εκαλείτο να κάνει χρέη «baby sitter», μιας και το «συγκατοικάκι» μου επρόκειτο, παρότι είχε παραλάβει τον Πέτρο, να βγει για διασκέδαση. Πράγμα που σήμαινε ότι, ο χώρος του σαλονιού ήταν κατειλημμένος από εκείνη και το παιδί, μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι… Άλλοτε πάλι, όταν η κυρία Γιάννα δεν ήταν διαθέσιμη κι εγώ δεν είχα καμία πρόθεση εξόδου, ανελάμβανα «να έχω τον νου μου», έως ότου επιστρέψει ο πατέρας του. Στην συνέχεια έβαζε το παιδί για ύπνο και μόνον αφού αποκοιμιόταν έφευγε. Τις περισσότερες νύχτες δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι. Δυο τρεις φορές όμως, το παιδί ξύπνησε κλαίγοντας. Είχε «βρέξει» άθελά του το στρώμα κι εγώ έπρεπε να το αλλάξω και να το καθησυχάσω. Κι από πάνω να του πω κανένα παραμύθι από τα γνωστά, αυτοσχεδιάζοντας ελαφρώς, ό,τι θυμόμουν τέλος πάντων από τα παιδικά μου χρόνια, μήπως δεήσει επιτέλους και το πάρει ο ύπνος. Κι άλλες κάνα δυο φορές, όταν ξύπνησα το πρωί, το βρήκα στο σαλόνι μόνο του και ξυπόλητο. Είχε ξεγλιστρήσει από το διπλό κρεβάτι που κοιμόταν με τον πατέρα του, χωρίς να το πάρει είδηση ο άλλος μέσα στον ύπνο του. Και το μόνο που ήθελε από μένα ήταν να του βάλω κάποιο βίντεο με το αγαπημένο του παραμύθι. Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι ο Κάλφας ήταν αδιάφορος ως πατέρας. Καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Απλώς ήταν κι εκείνος κάπως παιδί ακόμη, μόλις που πλησίαζε τα τριάντα και η ευθύνη της πατρότητας του παραέπεφτε βαριά. Άσε δε εκείνο το φρεσκοειπωμένο «φτου ξελευθερία» που είναι, όπως και να το κάνουμε, μεγάλη μαυλίστρα.

Σε γενικές γραμμές δεν είχαμε τριβές και συγκρούσεις. Κι αυτό γιατί ήταν κάπως οριοθετημένα τα πράγματα μεταξύ μας και οι υποχρεώσεις μας μοιρασμένες, άλλο αν δεν ετηρούντο πάντοτε… Και παρότι ήμασταν σε διαφορετική εντελώς φάση ζωής, περνούσαμε καλά. Ο Κάλφας χαιρόταν, ίσως για πρώτη φορά μέχρι τότε, την απόλυτη ελευθερία στην προσωπική του ζωή και ήταν ολοφάνερη η διάθεσή του να κερδίσει, ας πούμε, τον χαμένο χρόνο… Αντίθετα εγώ ένιωθα την ανάγκη να μαζευτώ από την διασκέδαση, την κοινωνικότητα και τα αδιάφορα ξενύχτια. Έχουμε βλέπεις έντεκα χρόνια διαφορά, διάστημα αρκετό, απέχουμε μισή άν όχι ολόκληρη γενιά. Τον παρατηρούσα πόσο περήφανος ήταν για την επαγγελματική του άνοδο. Και δικαίως, αφού κάθε μέρα σχεδόν φωτογράφιζε κι από έναν διάσημο έλληνα τραγουδιστή ή ηθοποιό, πότε κάποιον πρωταθλητή ή κάποιο μοντέλο. Μια περίοδο συνεργαστήκαμε στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» εκείνος ως φωτογράφος βεβαίως κι εγώ ως δημοσιογράφος. Έπρεπε να ετοιμάσουμε θυμάμαι ένα πορτραίτο για τον γνωστό αρσιβαρίστα Βαλέριο Λεωνίδη. Τότε λοιπόν είχα την ιδέα να φωτογραφίσει ο Κάλφας τον αθλητή, κρατώντας στα χέρια του και σηκωμένον ψηλά τον γιο του τον Πέτρο, βρέφος ακόμη. Για τίτλο του κομματιού επέλεξα να βάλω την φράση: «Άρση Βρεφών»! Το «μικρόβιο» της φωτογραφίας ο συγκάτοικός μου το κόλλησε από τον σπουδαίο οπερατέρ και σύντροφο της μητέρας του, τον Γιώργο Αρβανίτη. Το «Θέατρο Αποθήκη» της Αλίκης Γεωργούλη υπήρξε στην συνέχεια ο ιδανικός χώρος για τον πειραματισμό του εκκολαπτόμενου φωτογράφου. Εκεί εξασκήθηκε φωτογραφίζοντας καθημερινά τους ηθοποιούς, όταν δεν πουλούσε από το φουαγιέ του θεάτρου τις σπιτικές τυρόπιτες που ο ίδιος έφτιαχνε με τα χεράκια του, εξασφαλίζοντας έτσι το χαρτζιλίκι του. Και όταν τελείωσε με την Σχολή Μωραΐτη, ακολούθησαν οι εξειδικευμένες πλέον σπουδές του στην Λόντρα.

Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της συγκατοίκησης, αποφάσισε πως καλό θα ήταν να κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι. Αφορμή στάθηκε το γεγονός ότι τα γενέθλιά μας ήταν κοντινά, στις 25 εγώ στις 28 εκείνος του Γενάρη, υδροχόοι και οι δύο. Και κάναμε ένα πάρτι από τα λίγα, άφησε εποχή! Κατέφθασε η μισή Αθήνα – η άλλη μισή φτηνά την γλίτωσε… Έγινε το αδιαχώρητο στο σπίτι της Τσόχα. Κι ως τα χαράματα σείοταν κυριολεκτικά η πολυκατοικία από τα ντεσιμπέλ. Μέχρι strip show περιελάμβανε το πρόγραμμα από έναν νεαρό τυχοδιώκτη κουβανό που βρέθηκε στην χώρα μας, αντιφρονούντα βεβαίως. Κόντεψε να βουλιάξει την κομόντα της μαμάς, καθώς είχε σκαρφαλώσει επάνω της και χόρευε ηδυπαθώς, τρομάρα του, ο δίμετρος μαντράχαλος. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και τον κατέβασα κάτω με το ζόρι. Όλο το βράδυ ήταν απαρηγόρητος εξ αιτίας μου, είχα βλέπεις υποτιμήσει με άκομψο τρόπο την καλλιτεχνική του προσφορά… Λίγο αργότερα κάναμε παρέα με τον Κάλφα ένα ταξιδάκι στο Λονδίνο. Έχοντας σπουδάσει για χρόνια εκεί, γνώριζε καλά τα κατατόπια. Από κοντά ήλθε και ο φίλος μας ο Δημήτρης Ρήγας. Το τρίο έδωσε τα ρέστα του. Ήταν ένα από τα ωραιότερα ταξίδια μου. Και που δεν πήγαμε! Γυρίσαμε στα σημαντικότερα μουσεία, αρχής γενομένης από το Metropolitan Museum of London, είδαμε τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις, xορέψαμε στα πιο hot club της πόλης και φάγαμε στα καλύτερα εστιατόρια. Aξέχαστη θα μου μείνει όμως η τρατορία του «Βέλγου» με τα υπέροχα θαλασσινά, το μαγαζί του αγαπημένου μου σχεδιαστή Paul Smith, καθώς επίσης το κεντρικό κατάστημα της «PENHALIGONS΄» στην Covent Garden με τις υπέροχες κολώνιες.

Κύλησε ο καιρός και δυόμιση χρόνια μετά, στις αρχές του 2000, αποφασίσαμε να τραβήξει ο καθένας μας χωριστά τον δρόμο του. Ο Κάλφας εξασφαλίστηκε από την αρχή, θα πήγαινε να μείνει στο σπίτι τού φίλου του και καλού ηθοποιού Χάρη Ασημακόπουλου. Αντίθετα, εγώ αναζητούσα σπίτι για καιρό και σπίτι δεν έβρισκα. Απελπισμένος, στο τέλος έπιασα ένα τριάρι επί της οδού Πανόρμου. Μαζί με τον Χάρη πήγαμε και το είδαμε, οι ιδιοκτήτες μάλιστα του σπιτιού κατοικούσαν ακόμη μέσα. Στις 23 Απριλίου το πρωί, ημέρα Κυριακή, μόλις έφθασε το φορτηγό με τα πράγματά μου από την Τσόχα στην Πανόρμου, αναχώρησε το φορτηγό του ιδιοκτήτη με τα δικά του πράγματα για την Αγία Παρασκευή. Μετακόμιζε στο καινούργιο διαμέρισμα που είχε μόλις αγοράσει με το εφάπαξ που τσίμπησε, ως υπάλληλος του ΟΤΕ που βγήκε στην σύνταξη, φροντίζοντας όμως να ενοικιάσει έγκαιρα και το παλαιό προικώο. Αφότου έφυγα από την Τσόχα και πριν αναχωρήσει το φορτηγό του Κάλφα για το Μεταξουργείο, κατέφθασε λίγο νωρίτερα το φορτηγό με τα πράγματα της Μανίνας προερχόμενο από το σπίτι της στην Γιάννη Σταθά. Ερχόταν να μείνει με τον μικρό Πέτρο στο ρετιρέ που μέχρι τότε μέναμε εμείς. «Φύγε εσύ, έλα εσύ», όπως συνήθιζε να λέει χαριτωμένα και ο Βλάσης Μπονάτσος! Ήταν αστείο το όλο σκηνικό με τα φορτηγά, το ένα να αναχωρεί φορτωμένο για τον καινούργιο προορισμό και το άλλο να καταφθάνει εκεί, στο σημείο αναχώρησης του προηγούμενου για να ξεφορτώσει την πραμάτεια του… Κάπως έτσι δηλαδή, όπως συμβαίνει συχνά και με τους έρωτες!