Σημείωση για τη βόρεια χούντα
18-11-2020

Μια πτυχή ενός δράματος που δεν ξετυλίχτηκε και δεν απολυμάνθηκε ώστε να σιδερωθεί ετοιμοφόρετο πουκάμισο στους γυμνούς ώμους των νέων, ήταν ο δοσιλογισμός επί χούντας. Κάποιος μη αιρετικός κοινωνιολόγος εύκολα θα όριζε τις κατηγορίες των νενέκων της περιόδου 1967-1974, ανκαι οι τρέσαντες αμέσως μετά το Πολυτεχνείο καθόρισαν μια πιο φιλάνθρωπη στάση της κοινωνίας απέναντι στους οπαδούς της δικτατορίας.

Διδάχος και εμπνευστής, ζείδωρο παράδειγμα στρίβειν δια του αρραβώνος ήταν ήδη αποδεκτό από τον μεσοπόλεμο, με πολλούς αποταχθέντες στρατιωτικούς βενιζελικών φρονημάτων και υποστηρικτών του Πλαστήρα στο πραξικόπημα του 1935, που μια ευμεγέθης φέτα του, διολίσθησε στην Αστυνομία και σε συνεργάτες των Γερμανών και των Ιταλών, ενώ στους Βούλγαρους τηρήθηκε διαφορετική στάση που «έσπασε» απότομα όταν η Βουλγαρία, από σύμμαχος των Ναζί, βρέθηκε σε μία νύχτα του 1944 να ακολουθεί ενθουσιωδώς τους σοβιετικούς.

Η φοιτητική μικροκοινωνία άντεξε πολλές προκλήσεις, αντιμετωπίζοντας το σπουδαστικό της Ασφάλειας, τις φοιτητικές διοικήσεις των εθνικοφρόνων, τα συσσίτια που παρείχαν όρχοι τροχαίας και αστυνομικά τμήματα σε παιδιά από την επαρχία και μια ακατάσχετη παροχή διευκολύνσεων στους φοιτητές, ώστε να φεύγουν μια ώρα αρχήτερα από τον ακαδημαϊκό βίο, πλήν βεβαίως των προσημασμένων και των σταμπαρισμένων.

Όσο μάκραιναν τα μαλλιά και οι μουστάκες, τόσο διανέμονταν με άνεση τα σπασμένα εμπόδια των μαθημάτων: η «μεταφορά μεταφερομένου μαθήματος», η εμφύτευση ενστόλων καριέρας σε διάφορες σχολές ώστε να πάρουν πτυχίο κάθε είδους, και ο ήπιος εκβιασμός να γεμίζεις ακροατήρια χουντικών με αντάλλαγμα να παίρνεις άφεση από την Γυμναστική (με τον Χρύση, στη ΧΑΝΘ) που κανένας μας δεν τηρούσε, ήταν λίγα από τα περισσότερα εργαλεία να συντηρηθεί μια νεολαία παθητική.

Φυσικά, οργούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο Γαλλικός Μάης, η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η «πολιτιστική επανάσταση» του Μαο και η κινεζόφιλη ομίχλη, οι «αταξιούλες» Τσαουτσέσκου και Χότζα που δημιουργούσαν λόχους οπαδών μιας «τρίτης λύσης», το ροκ και το ρεμπέτικο, η ανακάλυψη του βαλκανικού φολκλόρ. Όσο για πολιτικές παρεμβάσεις υπήρχαν ολίγοι Ευρωπαϊστές και ένα βιβλίο του Ράλλη, οι κηδείες του Γέρου και του Σεφέρη, ενώ η Πανσπουδαστική, ο Ρήγας και το ΕΚΚΕ όριζαν, μαζι με ουρές από πολυδιασπασμένο τροτσκισμό, και σε αντίθεση με ακροδεξιές σέχτες, τα όρια της ιδεολογικής οικουμένης, αφαιρώντας τους τόννους μεταφυσικής αποκρυφισμού, προφητειών, χαφιεδισμού και άλλων ευαγών.

Η έρευνα του μεταπολεμικού παρελθόντος ψωμίζονταν απο το δημιουργικό μουρμουρητό του Μανόλη Αναγνωστάκη, από την βαρύνουσα παρουσία του Ασλάνογλου, που επιμελούνταν σειρές τόμων του εργαστηρίου Γιάννη Τριανταφυλλίδη, και μόνον όποιος κατείχε έστω και ένα τεύχος των «Νέων Ελληνικών» μπορούσε να χτυπάει το κεφάλι του διαβάζοντας τη συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη του Μίκη για τον «Γέρο της Δημοκρατίας», πολιτικό προιστάμενο του Γρίβα ― Διγενή στα Δεκεμβριανά, ένα πλασμώδιο που «έφτιαξε» μεταξύ άλλων, τον μύθο του Ανδρέα. Αλλά η Δεξιά δέχονταν ευχαρίστως στελέχη της «Συμβουλευτικής επιτροπής» και όχι πολύ κραγμένους συνεργάτες της χούντας, ενώ πολλοί κατώτεροι στρατιωτικοί, οι λεγόμενοι «Κανταφικοί» γινόταν απόδεκτοί απο το τότε νεοπαγές ΠΑΣΟΚ, το τμήμα του εννοώ που δεν επηρέαζε ο Πάμπλο.

Ενώ οι δεξιοδεξιοί ονομάζονταν «σταγονίδια», οι αριστεριστές, με λαμπρές εξαιρέσεις που τιμάω ακομη, πέρασαν από τα Καυδιανά δίκρανα του τύπου «φοιτητής αριστεριστής – λαμπρή καριέρα ακτιβιστή – παίρνω το ρημάδι το πτυχίο – μπαίνω σε Νέα Δημοκρατία ή ΠΑΣΟΚ– υφυπουργός – αρθρογράφος – υπουργάρα – διακομματικός ταηκούνος – πάροχος λησμονοβότανου στην κακούργα κενωνία – αξιότιμος συνομιλητής των πάντων – πρώτο συγκινητικό διάγγελμα για το ηρωικό Πολυτεχνείο». Το μόνο που διαφόρισε την ανείπωτη έκπτωση αξιών της εποχής, ήταν το γεγονός πως, παρά την βαριά σκιά των ημερών ελάφρωνε το ανυποχώρητο μαρτύριο των νέων αγοριών και κοριτσιών που ξεθάρρεψαν υπό το βραχνιασμένο ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου και τη λάγαρη φωνή της Κλεοπάτρας Παπαγεωργίου που ιστορώ στη φωτογραφία του παρόντος κειμένου.

Σύμφωνα με τα παραπάνω για να τελεύουμε, η περίοδος της πρώτης Μεταπολίτευσης, μιμείται τα αρχαιοελληνικά «Πλυντήρια» ή αλλιώς «την αναβίωση της μετεμφυλιακής Ελλάδας με άλλα μέσα».