Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ
Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.
Θα του τα πάρουν —Ιησού Χριστέ!— θα του τα πάρουν τώρα.
Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;
Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας
—που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.
Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.
Ο ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ
1
Σχολιάζω μια σμηνοσειρά ποιημάτων του Καβάφη. Σμηνοσειρά, για μενα σημαίνει: σε περιορισμένο χρονικό διαστημα, εμμονή σε ένα θέμα. Περνάει το σμήνος των πουλιών ή το σμήνος που πήγε στην Kορέα. Παρόμοια αναζήτηση για τον Σεφέρη με οδήγησε στο ότι μπορεί να επηρεάστηκε ο ποιητής από την μνήμη, την αίσθηση και τους ανθρώπους της Κύπρου, μνήμη κι αγάπη, αλλα ένα ποσοστό, όχι ασήμαντο της ποίησής του οφείλεται σε λύχνο: τον δεύτερο τόμο της Μεσαιωνικης Βιβλιοθήκης του Σάθα. Το 18% του Ημερολογίου Καταστρώματος Γ προέρχεται από εκεί.
2
1924 και 1925. Ο Καβάφης, που σύμφωνα με κάποιον κακεντρεχή της εποχής ανήκει στην «τζαζμπαντ» της τέχνης, βρίσκεται στο επίκεντρο θαυμασμού, έριδας, επικοινωνιακού ενδιαφέροντος. Ο Παλαμάς μετα βίας συγκρατεί τον εκνευρισμό του, οι καβαφιστές γίνονται μια ευδιάκριτη ομάδα πίεσης και τους λενε «μπολσεβίκους». Ο ποιητής φέρεται να ενισχύει ένα περιοδικό στην Αλεξάνδρεια, η ποίησή του κυκλοφορεί, αρνείται αυτό που θα λέγαμε «διεθνή καριέρα», σε λίγο θα βραβευτεί από του Πάγκαλου τα γούστα. Επι έναν ολόκληρο χρόνο πάντως φαίνεται πως κατατρύχεται από ένα ιστορικο πρόσωπο: τον Ιωάννη Καντακουζηνό.
3
Σε έναν χρόνο, γράφει γι΄αυτόν, ποιήματα, δύο εντελή, δύο ατελή [απλως συλλέγει υλικό]: Το «ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» που το δημοσιεύει Δεκεμβριο του 1924, «Από υαλί χρωματιστό», Μάρτιο του 1925 και τα ατελή «ο Πατριάρχης» και «τα Φώτα». Τα Φώτα είναι η πιστή περιγραφή του καρδιωγμού της μάνας του και του θανάτου της, ανήμερα των Φώτων του 1342. Ο Πατριάρχης είναι ένας λίβελος κατά του Ιωάννη Καλέκα, ενώ από υαλί χρωματιστό περιγράφει την φτώχεια του κράτους μας, καθώς ο Καντακουζηνός παντρεύεται την Ασάνινα με γυάλινα περπεντούλια κι όχι διαχρυσόν κόσμον. Ο τρόπος που μνημονεύεται ως μόνο κόσμημα η οικογένεια, θυμίζει την καλύτερη παράδοση του αναιτίως θεωρουμένου «επαιτικού», Θεοδώρου Προδρόμου ή Πτωχοπρόδρομου. [Τα «σόγια», οι οικογένειες, «μια Ειρήνη Ανδρονίκου Ασαν», προβλ όμως το «εσύ ήσο Πτωχοπρόδρομος και γώ ήμην Ματζουκίνη»].
4
Το Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει, διαφέρει. Είναι εξαιρετικά ώριμο ποίημα, θεατρικότατο. Ειδικά, έλληνες σκηνοθέτες, περισσότεροι του ενός θα μπορούσαν να επινοήσουν ένα τετράωρο αγλάισμα βαρέως πληκτικό. Ένας ακίνητος άνθρωπος, που κάνει ενδεχομένως ένα νεύμα εκνευρισμού και απόγνωσης, στην καταληκτική λέξη «βλακείες». Μια Αφήγηση που τελειώνει σε κατι λαικότροπο, πηγαίο, όπως το «έσκασε» στο τελευταίο δημοσιευμένο του. Εκτός από τον Ιουλιανό με τον οποίο ασχολείται διαχρονικώς, έχει έναν θετικό ήρωα, τον Κυρ Γιάννη. Μονόλογος με εσωτερικό τραύλισμα. Πως να μη τον απορρίψει ο Παλαμάς.
5
[Πηγές του; Αναφέρεται ο Γρηγοράς κυρίως και οι έμμεσες, ο Γίββων και ο Παπαρρηγόπουλος. Εχθρικές προς τον κυρ Γιάννη. Πάντως ήξερε και το απομνημόνευμα του Καντακουζηνού. Περίδης, Σαρεγιάννης και άλλες πηγές δεν ανιχνεύουν στη βιβλιοθήκη του βυζαντινές πηγές, αλλα ξέρουμε πως χρησιμοποιούσε τη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου και «ιστορικά βιβλία» για την ποίηση του, κατά τον Μαλάνο. Το πρόσωπο του αγνώστου σκεπτομένου άρχοντος, είναι κρυμμένο.]
6
Ποιος είναι αυτός; Κάποιος «μεγάλος άρχοντας» σεβαστός, ένας κτηματίας, ευγενής. Κοιτάει τα κτήματά του, που θα τα χάσει! Αυτή η περικοπή υπάρχει στον Ιωάννη Κατακουζηνό (Γυαλούρης, Pontani) μόνο που τα λέει ο ίδιος στις Ιστορίες του, διεκτραγωδώντας μια παροδική αναποδιά της μοίρας του! Αναφέρει ένα βρέβιο από ζωντανά που χάθηκαν, ήπια και ψύχραιμα. Και τώρα, ο ποιητής τα θέτει στα χείλη ενός αντιπάλου του. Το υπόλοιπο τοπίο της διήγησης είναι επινοημένο από την άποψη που είχε ο 19ος αιώνας για τον μεσαίωνα. [Βιολέ λε Ντυκ, ο εφευρέτης της Καρκασόν, ο Ουίλιαμ Μόρρις, ο Ράσκιν αλλα και Έλληνες. Ένας 19ος αιώνας όπου το Βυζάντιο ξεκινά από το «ο βυζαντινός στόλος αναπλέει τον Βόσπορο» από γαζέττες αναφερόμενες στον Οθωμανικό στόλο έως τον Κάρολο Ντήλ που αναστηλώνει την Αγία Σοφία της Σαλονίκης και την προικοδοτεί με γεωμετρικά σχήματα, φρονών πως έτσι έπρατταν οι εικονομάχοι…]
7
Και ποιοι είναι αυτοί που ήταν με το κυρ Γιάννη το μέρος; Όλοι! Όλοι οι ευγενείς! Και μάλιστα δεν ευδοκίμησαν και πολύ επειδή ο Απόκαυκος δολοφονήθηκε το 1345, από τους φυλακισμένους φίλους του κυρ Γιάννη και τους τόξευσαν όλους! Επίσης το 1345 σκοτώθηκαν από τους Ζηλωτές όλοι οι Κατακουζηνικοί ευγενείς! [Από τον πύργο του Προσούχ, του «ασβου» τους πέταγαν στους εξεγερμένους της Θεσσαλονίκης]. Απεναντίας, τους ελάχιστους συσταζούμενους οπαδούς του που γλύτωσαν, τους βοήθησε (έγγραφο για τον Φαρμάκη, που του δίνει δυό χωριά, Πλαγηνά και Θέρμα). Ο Καβάσιλας επίσης τη γλύτωσε, κρυμμένος σε πηγάδι. [Χωριό Καβάσιλα στη Βέροια]. Άν ο «άρχων» πήγαινε με τον Καντακουζηνό, μάλλον θα ήταν νεκρός της ώρα που ο Καβάφης τον βάζει να αγωνιά.
8
Η μόνη λυση να βγεί άκρη, ήταν να βρεθεί ο δεσπότης, αυτός που έλεγε βλακείες και διατύπωνε υποσχέσεις. Η έρευνα σε δεσποτάδες διαχρονικώς της εποχής, κατέληξε σε έναν, από τα πρακτικά του συνοδικού Δικαστηρίου επι εποχής Καλέκα (μετά το 1337. Καλέκας=ο λιγνός, υποκοριστικά εις –έκας: ψηλέκας]) Καθαίρεσις του Φιλιππων. Τον κατηγορούν για έκνομη σχέση του με μια Πετραλοιφίνα. [ΜΜ,1,σελ.170). Οι υπηρέτες και βοηθοί του Φιλιππων, τον καταγγέλουν στη δίκη. Υπερβολές και μασημένα λόγια. Τα στοιχεία δεν επαρκούν. Αιφνιδίως, στον φάκελο της δίκης, προστίθενται δύο άσχετες μαρτυρίες από μια «ανταρσία των Ασάνηδων». Κατά πάσα πιθανότητα του Κομάνου του Σιτζιάν (του «ποντικομούρη!») μεταμορφωμένου Συργιάννη Ασάν Παλαιολόγου, κάπου στα 1333. Ο Καντακουζηνός ασχολείται στο μισό του έργο με αυτόν. Επ΄αυτού υπερισχύει πράγματι! Καταθέτουν δυό ευγενείς, και ομολογούν ο ένας πως άκουσε πως είναι στην υπόθεση μπλεγμένος ο Φιλιππων, ενώ ο άλλος εξηγεί πως ο Φιλιππων του είπε «εχάωσας γαρ έναν, θα χαώσεις και άλλον». Μιά σαχλαμάρα δηλαδή. Οι ευγενείς λεγόταν Τριχάς και Αβράμιος. Τον βρήκαμε τον δέσποτα. Αδικημένος και ετεροχρονισμένος. Η δομή, υποστηρίζεται: υπάρχει άρχων παρασυρμένος από βλακείες δεσπότη, το 1332, καταδικασμένος το 1338.
9
Πώς να γράψεις ποίημα ιστορικό με ήρωα έναν Τριχά που σημαίνει έως σήμερα «ο Τρίχας;» Πώς να βάλεις στην μάζωξη έναν ήρωα Αβράμιο, όταν αβραμιαίοι άνδρες [Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Αβραμίτες Αχειροποιήτου, χωρίον των Αβραμιτών πάνω από την Καλλικράτεια] λέγονταν οι πτωχοί καλόγεροι που φρόντιζαν τους ανήμπορους; [διαχρονικώς, τους ταπεινούς νοσηλευτές προς ανήμπορους, ο λαός συμπαθεί μεν, περιφρονεί δε: «ντουρντουβάκηδες» οι Έλληνες όμηροι της βουλγαρικής κατοχής σήμερα σημαίνουν τον βλάκα, όταν έμαθαν ότι ο Α.Π υπηρέτησε τον Αμερικανικό στρατό ως νοσηλευτής , έλεγαν «κουβάλαγε πάπιες»]. Πώς να μνημονεύσεις την πραγματική εξέγερση, όταν το όνομα του αντάρτη μπορεί να το μπλέξει ο αναγνώστης με τη γυναίκα του κυρΓιάννη την Ασανίνα, και όταν ο αντάρτης λεγόταν Συργιάννης; Τα γεγονότα ήταν κατάλληλα, αλλά η ακρίβεια η σχολαστική θα ακύρωνε την τάση να γραφεί. Η επίμονη ιδέα θα έβγαινε μάλλον καλαμπούρι, να γελάει ο Ταγκόπουλος. Και ο Καβάφης, εισηγούμαι πως προτίμησε ανενδοίαστα, την ποιητική ιδέα.
10
Το ποίημα αφορά το 1347, αλλά βασίζεται σε απόηχο γεγονότων του 1332, του 1338. Και της εποχής που ο κυρΓιάννης αγωνίζοταν για το στέμμα, ενώ ο Καβάφης για τον κότινο. Καταλήγω πως ο ποιητής αλλάζει την ζωή του αναγνώστη του. Άλλη ζωή, συμπεριλαμβανομένης και της εδικής του, δεν νομίζω. Αυτός είναι ο στόχος και όχι να επαιτεί τον παράδεισο όπως στην διαφήμιση της κινητής τηλεφωνίας με τον Βαλαβανίδην.
Αντρέσα το καλοκαίρι του 2013, στην Άνδρο σε σύναξη όπου παραβρεθήκαμε με τον Μανόλη Σαββίδη και ήτον ωραία όλα.