Η χερσόνησος
14-08-2019

Oι μεγαλύτεροι μας είχαν επισημάνει τα ποθητά αποσπάσματα, τις επίδικες εικόνες. Και ήμεσθεν προετοιμασμένοι. Αναφέρομαι σε φράσεις από το Αναγνωστικό ή άλλο σχολικό βιβλίο και από αναγραφές σε χάρτες. Τρία ήταν τα φοβερά τεκμήρια πως υπήρχε ένας κόσμος αναλυτός, όπου το χάχανο δεν θα σήμαινε χαστούκι ή ανοιχτή παλάμη για να μας  βαρέσουν με τη βέργα.

Ήταν σε αναγνωστικό κάποιος που «τυλίχτηκε στη μάλλινη καπότα του» για να μη ξεπαγιάσει. Ήταν ο ευαγγελιστής που ήθελε τον Ιησού, εκτός από «νόσον» να θεραπεύει «και πάσαν μαλακίαν». Και βέβαια, στον τοίχο δίπλα στον μαυροπίνακα, ένας παγκόσμιος χάρτης που σε κάτι νησάκια κάτω δεξιά, ανέγραφε «χερσόνησος Μαλάκα».

Περιμέναμε αμάν και πως να υπάρξει ανάγνωση από συμμαθητή η μάθημα γεωγραφίας, ώστε να τον πνίξουνε τα γέλια για να δεχτεί μια φάπα στον σβέρκο. Για το ευαγγελικό χωρίο ήταν ακόμη χειρότερα διότι υπήρχε στο κείμενο και ερμηνευτική πρόταση. «Μαλακία = ελαφρά ασθένεια» πράγμα που ευλόγως θεωρούσαμε ανακριβές.

Αργότερα, στα Αγγλικά, είχαμε όλοι αγοράσει το λεξικό Divry’s (ακόμη το έχω) και βέβαια ορμήσαμε να εντοπίσουμε «βρωμόλογα». Υπήρχαν μερικά, όπως το μεθερμηνευόμενο penis, prick, που μας έκανε να θαυμάζουμε την αμερικάνικη ελευθεροστομία.

Αυτά, από τα επίσημα κιτάπια. Εντεκάχρονα τσογλανάκια που αναζητούσαν κάτι: έναν κόσμο ενηλίκων που ποθούσαμε να ενταχθούμε, τρέμοντας μη και μας κολλήσουν τον τίτλο του «αλήτη» οπότε δεν μας μιλούσαν στο διάλειμμα οι ωραίες ποθητές. Αλλά γι’ αυτό, υπήρχε η πίσω αυλή του σχολείου.

Με τον φιλαράκο που εμπιστευόμασταν, καθόμασταν αντικρυστά, κλείναμε τα μάτια και επαναλαμβάναμε μανικώς «τις κακές λέξεις». Πρώτευε το gamogamogamo και το mounimounimouni. Ξεθαρρεμένοι, ψάχναμε μετά τα πρωτάκια, τους σπόρους και τους  παροτρύναμε να επαναλαμβάνουν μερικές φορές την μαγική λέξη «λοσκώ» και παρόμοιες. Ώσπου να πάρουνε χαμπάρι τι έλεγαν, το χάχανο ήταν απερίγραπτο.

Μετά, πέφταμε στην υποτέλεια των μεγάλων παιδιών, εκτός σχολείου. Μας έστελναν εν σώματι να σταθούμε έξω από μια αυλή και να φωνάζουμε «μπουρδέλο» ώσπου να βγει η νοικοκυρά με την σκούπα να μας διώξει. Από τότε διατηρώ λατρεία σε λέξεις που περιέχουν το εύηχο «ρδ»: Αρδαμέρι, Εορδαία, Τούμπα Ούρδα, Αρδοσλάφκα.

Αυτά χάθηκαν με τον καιρό, άλλαξαν και τα βιβλία, ώσπου μια μέρα, πάνε πολλά χρόνια, η κορούλα μου έρχεται σκασμένη στα γέλια, με το όνομα της χερσονήσου στα χειλάκια της. Άρα, η παράδοση διατηρείται. Η άρρητη, η τεθλασμένη. «Ακούτε τα πουλάκια να κελαηδούν;» μας ρωτούσε ένας Θεολόγος. «Ναι, ραββί» απαντούσαμε. «Άρα υπάρχει Θεός» χαμογελούσε ευχαριστημένος.