Η πάσχασις
19-04-2020

Ξυπνώ κατά το έθος αξημέρωτα, αποτελειώνω τον βραδυνό καφέ και καθώς φρικτά επιτίμια αναμένουν όποιον ανεξακρίβωτα περπατήσει στο χλιαρό μολύβι των δρόμων, πέφτω σε ένα facebook όπου κάποια νεοδημοκράτισσα υπεραμύνεται των ΚΕΚ (πφ! Μερικα παροράματα τα μετατρέψατε σε άλωση του Μεσολογγίου!) και όλοι οι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι εύχονται, αλλά περιπαθώς υπέρ της Πασχαλιάς και της Ανάστασης. Κάτι σαν μαθητική ανταλλαγή καρτών.

Οπότε, ξυπνώ έναν μουδιασμένον μαχμουρλή χαρακτήρα, απ’ αυτούς που πλάθω για εφεδρεία των πεζογραφικών μου στόχων και του ζητώ πληροφορίες πότε πάσχασε και βρέθηκε μπόσικος.

«Είπα να πάμε με τη ζεύγα μου από μεγάλη Παρασκευή σε αρχές Διακαινησίμου πριν τριάντα χρόνια με όριο την Πίνδο και το Πήλιο, μια αυτοκινητάδα στα ορεινά και πεδινά όπου η κνίσσα εκ του μακρόθεν μοιάζει με νέφος αερίων του Σομ και του Παισεντέλε.

Πρώτα, από Σαλονίκη βγήκαμε Πρέσπες, μείναμε στον ξενώνα των γυναικών, δεν είχε κοψίδια αλλά νόστιμα ψαράκια, ναυλώσαμε πλάβα για τα ασκηταριά και μετά λέω στη ζεύγα μου να ευθύνουμε την πυξιδα προς νότο και να βρεθούμε Μετέωρα. Όντως, Ανάσταση υπήρχε στην Καλαμπάκα οπου μείναμε και προλάβαμε σούβλες και αλοιφές σε άδεια ταβέρνα και απόμεινε η μέρα της Λαμπρής για να γευτούμε του κάμπου τα καλούδια, αυλές με σούγλες, ταβέρνες λιπώδεις και κρατσανιστά κοκορέτσια.

Κι έτσι, πεταχτήκαμε στο χωριό του Μπλαχάβα, ένα μυστήριο απομονωμένο αγρίδιο χωμένο στο μοναδικό γούπατο της περιοχής και μετά Τρίκαλα (σβησμένες όλες οι καρβουνιές οι πλάστρες μες στην πόλη) Λάρισα, γυμνή κι αλλοπαρμένη χωρίς ανθρώπους και όλα, μα όλα κλειστά, μήτε τσιγάρα εξόν κάτι γόπες, η απελπισία μας ώθησε στα διόδια των Τεμπών, που ήταν ένα ταχυφαγείο νταλικιέρηδων που ήτονε κλειστό διότι το ανακαίνιζαν, μπαίνουμε Τέμπη, περνάμε την εκβολή του Πηνειού και παραθαλασσίως βλέπαμε το Αιγαίο να ρίχνει χαβανέζικα κύματα πρώτα στον Κίσσαβο τον κονιαροπατημένο κι έπειτα θερισμένοι από την πείνα κόψαμε για Μεταξοχώρι Αγιάς που ήξερα λόγω φίλων που παραθέριζαν ή έμεναν εκεί και ήταν ανοιχτό ένα καφενείο τρυφερό με ψωμί που έκαιγε φρέσικο τα δάχτυλα, μήτε ένα λουκάνικο, αλλά πολλές φευγάτες, γευστικές ομελέτες, οπότε πασχάσαμε ευτυχείς και πίσω Γιάννη τα καράβια».

Αλλά ήταν μια άλλη Ελλάδα, των μετασκανδάλων, χωρις καλά-καλά τα Λήντερ να ρίξουνε τα μπετά τους σε ημιορεινούς παγωμένους ξενώνες, και τότε Μητσοτάκης, αλλά άλλος, κανένας δεν είχε κάρτα, πιστωτική ή χρεωστική, κανένας και να ήθελε δεν είχε πάρει δάνειο, είχα μόλις τελειώσει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα αλλά σε μια επιτροπή που συνεδρίαζε στο Έσσεξ, τέτοια, αποκεντρωτικά, εξάλλου κανένας δεν μου είπε πως το σχέδιο που εκπόνησα θα πληρωνόταν, ήθελα να αλλάξω και επάγγελμα να ενδυθώ στολή και σχήμα Ουρσουλίνας.

Ήταν μια Ελλάδα στα σκαριά, γεμάτη αεριτζήδες, κανένας δεν έδενε ζώνη ασφαλείας, οι κρέπες υπήρχαν αλλά ως αγαθό εν ανεπαρκεία. Φυσικά χωρις κινητά, και μικρή διαθεση να φωτογραφηθούν τοπία. Ήμασταν εντέλει, ένα τοπίο, ένα πλαίσιο αναφοράς.