Η μάχη στίχου και προσωδίας
19-12-2020

Δύο βιοτεχνίες ονείρων, ο «Γερμανός» και η «Βίκος», τα φετεινά Χριστούγεννα αισθάνονται «κάπως» και λανσάρουν εορταστικό σποτ με στίχους αντί στακάτων ή επικολυρικών διαφημιστικών κειμένων. Περιττό να αναφέρω πως κι εδώ, ισχύει μια αρχαία συνήθεια του νεοέλληνος, είτε να μπερδεύουν την ποίηση με την προσωδία, είτε να ασκούνται σε ιδιότυπο είδος απαγγελίας που θέλει να φέρεται ως ποιητικό ενώ είναι εξέλιξη του τύπου «στίχος-καλαμπούρι».

Είναι αλήθεια πως η ποίηση εκτιμάται, από εφηβείας έως άκρατου γεροντισμού, υπεράγαν, αλλά πάντοτε επιλεκτικά. Υπάρχει μια «ουλή» στο σώμα της, μάλλον από εγχείρηση, που φρενάρει την αίσθηση οικειότητας, με κύριο γεγονός τον στίχο περί την έκφραση «γαργάλατα», προϊόν δημοσιογραφικής επίνοιας, που επικράτησε μήνες πολλούς στην εποχή της βαρβάτης Αποστασίας, μιας περιόδου που δεν έβλαψε ποσώς τους συντελεστές μιας συνταγματικής κρίσης, εφ΄όσον τα παλιά πολιτικά τζάκια ήρθαν και χάθηκαν, αλλά ο γενάρχης μιας πολιτικής οικογένειας που την προκάλεσε, κυβερνάει, έστω με διαλείμματα, πάνω από μισόν αιώνα. Με την φαμίλια του, εκ βαφτισίων άχρι νεοπαγών κυβερνητικών εθίμων.

Η σάτιρα που διαχωρίζει βάναυσα την ποιητική τέχνη από την στιχοπλοκημένη παραφορά, δεν είναι χτεσινή. Είναι γνωστές οι παραποιήσεις της Καβαφικής Τέχνης (ίσως με εξαίρεση την άσκηση του Φώτου Πολίτη που σατίρισε, αλλά όχι υβριστικά, ένα πέρασμα του διζύγου «κυρίας- σηπίας») αλλά και τα φημισμένα «τραγούδια του Παθανάρες», έως και τις άκρως πληκτικές «διορθώσεις» που έθεταν οι φιλόλογοι σε ποιητές ελαφρά βιαστικούς. Προβλητικώς αξέχαστο βέβαια, το τσιμέντωμα του Εγγονόπουλου.

Βέβαια, η μίμηση της ψαλτικής και του πολιτικού δεκαπεντασύλλαβου, ειδικά του τραγουδισμένου πάει σύννεφο εδώ και δεκαετίες (από τον Παπαδιαμάντη, μπορεί και παλαιότερα) μόνο που δεν πρόκειται για σάτιρα ποίησης, αλλά για προσωδία. Και η προσωδία, ήτοι η απαγγελία μέσω διαχωρισμένων εννοιών υπό την βυζαντινή ψαλτική ή την δημοτική ποιηση της Παλιγγενεσίας είναι μια πανεύκολη μίμηση που προκαλεί αβίαστα γέλιο. Όπως η διαφήμιση για τον τηλεφωνικό αριθμό που λήγει σε 1821. Εντύπωση πάντως μου προκαλεί πως ενώ μπορείς να απαγγείλεις το σύνολο της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας ως προσωδία, ήτοι να το ψάλλεις, και το ίδιο ισχύει για κάθε είδος λογίας ή ευτελούς ευκολίας γραπτού ή προφορικού λογου, ελάχιστες είναι οι φορές που ασκείται, ενώ το βυζάντιο βρίθει από μιμήσεις ιερατικών κειμένων. Στα χρόνια μας, εκτός από ένα «όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πριόνι» και μερικά ου φωνητά και άσεμνα, δεν έχω υπόψη μου άλλη «παράβαση». Το άσεμνο, εάν εξαιρέσω το παιδικό «μανα μου Νίκος πέθανε» «ν΄ανάψω λιγο το κερί» δεν τιμωρεί τα ράσα. Πριν μισό αιώνα και βάλε, ακούονταν πληκτικώς άσεμνες απαγγελίες-σάτιρες της Ιλιάδας.

Βέβαια, οφείλω μια σημείωση για την μετάβαση από την ρεμπέτικη ιδεολογία των λέξεων σε κάτι εύληπτο και ονομαστό. Ο Λαπαθιώτης, ήκιστα ρεμπέτης και ο Μάτσας, πλαστουργός και δημιουργός, υπό αρσενικά και θηλυκά ψευδώνυμα, πράγματι σημαντικών ασμάτων του είδους, θα παρέδιδαν σημαντικα φτωχότερη παράδοση αυτής της μορφής ασμάτων, αν δεν έπαιζαν με το είδος, κι ας ήταν γεννήματα εκ καρδίας και νεφρών λογίας προέλευσης. Αυτό διακρίνεται και στα αρχοντορεμπέτικα, του προσωρινού κύματος «το μπουζούκι στα σαλόνια» με αδάμαντες όπως «φτού σου/οι πενιές του μπουζουκιού σου».

Φυσικά, η δομή της καθημερινής μουσικής, που λαμπρύνθηκε με την Δανάη, τον Μπέζο, τον Τέτο Δημητριάδη, τον Μπάτη, τον Παπάζογλου, την Χασκήλ, τον Ογδοντάκη, τον Μάρκο, τόσους και τόσους, σκονίστηκε όχι τόσο από λογίους ανταγωνιστές, όσο από  ευκαιριστές μαέστρους, ενίοτε δημοφιλέστερους, με χειρότερη φάρα, τους επιθεωρησιογράφους και τους σεναρίστες που θεωρούσαν πως ο μπερές ορθώς καλύπτει την καούκα «αφηρημένου ζωγράφου» και πως η τρέλα, όχι σαν του Τσαγανέα ως θαυμαστή του Ταβερνιέ, αλλά ενός στιχοπλόκου της κακιάς ώρας που τον βαφτίζανε «ποιητή» θα προκαλούσε άμα τη εμφανίσει τσουνάμι γελώτων στους θεατές. Ο ποιητής που πυροβολεί με αστείες ρίμες ήταν αείποτε δημοφιλής φάτσα. «Το ναυτόπουλο λαλά, που όλο παίζει και γελά». Παραπλήρωμά του, εξίσου τραγικο, απόμαχοι ηθοποιοί, ωσάν τον Πέτρο Κυριακό, που ριμάριζε νοσταλγίες.

Κάποιος θα αντέτεινε πως ποιητές σατιρίζονται και από τον Αριστοφάνη. Αυτό λέγω κι εγώ! Πως αν μελετήσεις που, πως και πότε ο Αριστοφάνης σατιρίζει όχι την Τέχνη, αλλά το Ύφος αυτού που διατείνεται πως την ασκεί (ολιστικό παράδειγμα οι «Βάτραχοι») δε βρίσκεσαι μήτε σε περιβάλλον «Ακολουθίας του Σπανού» μήτε σε τοξική ατμόσφαιρα διστίχων που επιμένουν να καλούνται μαντινάδες». Οι αρχαίοι ασκούσαν Πολιτική. Ας μη μιλήξω άλλο.