Γάμοι(σέ τα)
31-07-2019

Τα παιδιά μας παίζουν μαζί. Ο Β. είναι δεν είναι 45. Κοιλίτσα, μέτριο ανάστημα, ντροπαλός, μαζεμένος, κρατάει πάντα ένα σάκο. Μέρα με τη μέρα αυτό αλλάζει. Ρουφάει κοιλιά, ανοίγει πλάτες, γελάει με αυτοπεποίθηση, αδειάζει το σάκο κάτω. Είμαι κι εγώ αγόρι με τα αγόρια, του πετάω την μπάλα, τον λέω Σκότι Πίπεν. Εκείνος την κάνει σβούρα με το δάχτυλο, πηδάει, κάνει τρίπλες, πάσες στον αέρα. Ανέκδοτα παλιά, πατατάκια στο παγκάκι, απλές καθημερινές χαζομάρες. Ξαφνικά το γέλιο σβήνει. Βάζει τα πράγματα βιαστικά στο σάκο. Πάει μακριά. Είναι μια κυρία. Μάλλον η γυναίκα του. Βλέπω από απόσταση. Χωρίς ήχο. Κάτι σαν το 2 του Παπαϊωάννου. Αυτός νευρικός κουνάει χέρια, εξηγεί, φωνάζει. Αυτή σηκώνεται, αυτός κάθεται. Ο Β. θάμπωσε. Βλέπω ένα κουβάρι. Από παιχνιδιάρικο κουτάβι, έγινε γέρικο σκυλί, που τη βγάζει δεν τη βγάζει…