Αναζητώντας τη λέξη-κλειδί
03-12-2020

Η κύρια λέξη-κλειδί για να μη σαλτάρει κάποιος στην Ελλάδα, δεν είναι η πιστοποίηση της διχόνοιας, οι ψευδαισθητικές ελεύθερον το εύδαιμον, ελλαδίτσα, καζαντζάκης, και τα λοιπά. Είναι η λέξη χαβαλές.

Ξεκίνησε ως ορισμός του χύμα, της φατούρας, της πλακίτσας μιας συντροφιάς, του τσακίρ-κεφιού. Σήμερα, το «κάναμε χαβαλέ» σημαίνει απλά «τον παίζουμε», σπαριλιάζουμε εν γέλωτι, είμαστε χαλάρα και έτσι. Στην επενέργειά του, τύφλα να ΄χει ο κορονοϊός. Διεισδύει παντού. Και όλοι οι έχοντες ή αιτούντες ιθαγένεια, διαθέτουμε σπόλιον ή σπόριον χαβαλέ.

Μόλις σήμερα, που πληροφορήθηκα πως ο πρωθυπουργός κυριακάτικα φόρεσε μία μυρμηγκί στολή και βγήκε ποδηλατάδα στα βουνά, ο νους μου δεν πήγε στο Ελ Αλαμέιν, καθ΄ένα εμβατήριο διδάσκει, αλλά συλλογίστηκα τον Ώστιν Πάουερς της ελληνικής πολιτικής σκηνής, Γεωργάκη Παπανδρέου τον και επισήμως βραβευθέντα διανοούμενον, αυτόν που συμμετείχε σε ποδηλατάδες μετά ατυχημάτων και εθεώρει τις κάλπες ως κάλτσες. Τα βλέμματα που εξέπεμπε ομοίαζαν με τα Κυριάκεια. Δύσκολα ένας πολιτικός ηγέτης εκφεύγει του «βλέμματος χαβαλέ» ή των «κινήσεων χαβαλέ», και τότε θεωρείται Εθνάρχης. Θα μου αντιτείνετε πως μήτε ο Ανδρέας διέθετε βλέμμα χαβαλέ, αλλά εργαζόταν εμπράκτως γι αυτό: σώζεται ταινιάκι όπου χορεύει με κόσμο σε δωματιάκι, φορών καβουράκι και με την πίπα στο στόμα.

Η καθύβριση πολιτικού είναι πανάρχαιο σακατλίκι και δεν έλειψε, μήτε θα λείψει. Απλώς, δεν θα αποτελέσει ποτέ αντικείμενο ακαδημαϊκής κριτικής, αφού θα σήμαινε αποκλεισμό του συγγράφοντος από την ομιχλώδη κατάληξη μιας καριέρας.

Για να ερμηνεύσουμε όχι πολιτικά, αλλά κοινωνικά την δυσφορία του κατ΄όνομα αριστερού χώρου (από πότε ο ποσαδισμός υπήρξε κάτι παραπάνω από μια εξωγήινη καρικατούρα;) ως προς την ρέγουλα του Μητσοτακισμού να μη γνωρίζει όρια διαφοροποίησης ως προς τους υπηκόους του, παρατηρώ πως η Συριζαϊκή τακτική να «καταγγέλει» την κλασική πρωθυπουργική ραστώνη ως γενέτειρα πολιτικής αγανάκτησης, πράγμα που δεν βίωσε μήτε ο όντως χαλαρός υιός του Γέρου της Δημοκρατίας, νομίζω πως πρέπει να αισθανθούμε κάπως σαν τις «πλέκτριες» στην πρώτη σειρά των θεατών της γκιλοτίνας. Είναι γεγονός ότι τα σόγια εν Ελλαδι χρωστάνε πολλά στην Ενετοκρατία, στους Γενοβέζους, στα επτανησιακά κόμματα και γενικά στην επτανησιακή Χρυσή Βίβλο, ενίοτε μπακιρένια.

Εννοώ πως το να έχει μεταξωτές ή απλώς αφ΄υψηλού εμμονές μια φάρα Κρητικών, ή Μανιατών, ή και μια Βλάχικη φάρα των Ηγεμονιών ή των Νέμιτζων, δεν προκάλεσε ποτέ αντιζηλίες και προφανείς αντιμωλίες μεταξύ σοπρακόμιτων και μούτσων. Και, δυστυχώς για το ιδεολογικό εποικοδόμημα που προσπαθεί να στεριώσει η «Αυγή», δείχνοντας μια μπλαζέ συμπεριφορά ενός πρωθυπουργού που απέχει παρασάγγες ακόμη από την Ηγεσία, ο Σύριζα, όπως και το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, ΔΕΝ ήταν ποτέ το κόμμα των πτωχών και των διακονιάρηδων. Πολλά παραδείγματα διδάσκουν για το αντίθετο.

Ο Μητσοτάκης λοιπόν ασκεί ένα τραγικό «δικαίωμα» να φέρεται ως χαβαλετζής, αλλά το ατόπημα δεν είναι προς καύσιν και εγκλεισμόν σε σιδηρά κλούβα αιωρούμενη από τειχόκαστρο. Μια απλή αντικατάσταση του τέως νεαρού και τανύν μεσόκοπου αρχηγού του Σύριζα, επίσης χαβαλεδιάρη, θα έφερνε στην χώρα ισορροπίες που δεν φαντάζεστε.

Εάν πάλι τις φαντάζεστε, δοκιμάστε να βγάλετε άκρη σε μία από τις πιο αρχαίες διαφωνίες, εννοώ εάν ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης όντως γνώρισε την Θούλη ή εψεύδετο.