Αιτήματα
23-03-2020

Την πρώτη φορά που μου είπαν πως άρπαξα πνευμονία, ήταν Μάρτιος του 1961. Είχα τρέξει τρεις γύρους στο παλιό γήπεδο, που αργότερα χτίσαν ένα Γυμνάσιο, και κάθησα με το κασκορσέ σε κάτι μπετονένια σκαλώματα από καραγιαπί, οπότε την άλλη μέρα ψηνόμουνα στον πυρετό. Την λέξη «πνευμονία» την άκουσα από τον γιατρό Κανδυλάκη. Το ψήσιμο κράτησε πέντε μέρες και την έκτη εμφανίστηκε μια γρηά θεραπεύτρια που διέγνωσε «πούντα» και έφερε μαζί της την απόφαση: τέσσερις κοφτές βεντούζες. Η μάνα μου συμφώνησε επειδή στην κατοχή άρπαξε επίσης πνευμονία, της έπεσαν όλα τα μαλλιά, αλλά με κοφτές βεντούζες τη γλύταρε. Η θεραπεύτρια έκαψε σε καιόμενο μπαμπάκι μια λεπίδα μπαρμπέρη, χάραξε τέσσερα «χι» στην πλάτη μου και ζέστανε τέσσερις βεντούζες που γέμισαν αίμα. Συνήλθα σε δυο μέρες.

Η δεύτερη φορά συνέβη το 1978, Μάρτη μήνα, που μόλις είχα αγοράσει αυτοκίνητο και για να το εορτάσουμε πήγαμε Πρίγκηπος Νικολάου να παίξουμε μια ποκίτσα με φιλικό ζευγάρι. Η κάπνα ήταν τόση, ώστε τα κορίτσια έσπευσαν να ανοίξουν τις δύο μπαλκονόπορτες και βέβαια, ήμουν ο  μόνος που έστεκα με την πλάτη στο ρεύμα. Ξανά πνευμονία, με πολύν πυρετό και μία νουβωτέ: τις παραισθήσεις. Ήρχονταν νοσοκόμα και μου έμπηγε ενέσεις, αλλά εγώ έβλεπα θεούς του Ολύμπου και ό,τι περιέχονταν στις Βέδες, στο Κοράνι και στον Γκρέηβς. Μόλις γιατρεύτηκα, πήρα το κατρέλ και οδήγησα σε ιερούς τόπους να εκπληρώσω άρρητα τάματα. Πήγα Δελφούς, Ολυμπία, Μυστρά, Αγία Παρασκευή Χαλκίδας και στο κακοχυμένο θέατρο της Χαιρώνειας και τέρμα.

Τρίτη και φαρμακερή ήτονε Φεβρουάριος 1999, όταν δούλευα σε ημιυπόγειο και κάποιο μέλος της ομάδας, επειδή γινότανε μπουχός από τα τσιγάρα, άνοιξε λαθραία έναν φεγγίτη ακριβώς πίσω από το γραφείο μου, και φρόντισε να παρεμβάλει βιβλία και φακέλους ενδιαμέσως, να μη το πάρω χαμπάρι. Αυτή τη φορά ήμουνα για νοσηλεία. Με πήγαν σε  μία κλινική στην Κρήνη απ’ όπου έβλεπα τον Θερμαϊκό και μέσα σε παραλήρημα έβλεπα τα φορτηγά πλοία στον κόλπο και τα θεωρούσα όλα «ταραμάδικα», ως μεταφέροντα λευκό ταραμά, τον οποίο σκόπευα να ταράξω στη μάσα. Τώρα, ο πυρετός ήρθε με αβάσταχτο πόνο στα πνευμόνια. Δεν είχα μήτε αναπνευστήρα μήτε άλλο βοήθημα. Είχα αφήσει μισοτελειωμένη την «Δεξιά Ερωμένη» και αυτό με βασάνιζε. Ερχόταν φίλοι και συγγενείς να με ιδούν και έβλεπα πως με έβλεπαν, χλόμιαζαν και έβαζαν τα κλάηματα. Έκλαιγαν έως το ασανσέρ έξω από το δωμάτιο.

Μετά, ήρθε ιατρός με μια βελόνα στο μήκος ξίφους λεγεωναρίου, με σήκωσε και μου την έμπηξε, μετά από τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες, στην πλάτη. Ήταν παρακέντηση με αφαίρεση υγρού από το περικάρδιο. Στέναξα και δικαίως, αλλά καλυτέρευσα και πήρα εξιτήριο. Έπεσα σε αλλον θεράποντα από άλλο νοσοκομείο, και μου έκαμε αγωγή επί μήνες πολλούς, αφου δεν είχα ανάσα. Κατάφερα να περπατήσω ωσάν άτομος, αρχές φθινοπώρου. Πάντως έγραψα ένα χρονογράφημα στη «Θεσσαλονίκη» μόλις πήρα εξιτήριο, που ΔΕΝ το έχω ανάμεσα στα χαρτιά μου.

Επομένως, ξέρω. Αν ξανάρθει πνευμονία, μάλλον θα είναι η τελευταία, αφού δεν αρρωσταίνω ως μονοκαλλιεργητής, αλλά συνυπάρχω με πολλά, ου φωνητά αμπλακήματα. Στο κάτω της γραφής, όλα αυτά είναι πούντες. Θα σηκώσω εκ του τάφου την πρώτη μου θεραπεύτρια και θα της ζητήσω, σε σχετικό όραμα, τουλάχιστον μισή ντουζίνα κοφτές βεντούζες. Ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει αισιόδοξος και παιγνιώδης, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που συνιστούν τα έργα του Καζαντζάκη. Στον αγαθοδαίμονα που κυβερνά τη γέννηση και τον θάνατο (και είναι ένας απλός κλητήρας των Ουρανών, και βεβαίως όχι ο Θεός αυτοπροσώπως) θέλει καθαρά, απαλλαγμένα σύνθετων λέξων αιτήματα ίνα λάβεις νέα προθεσμία.