άνοιξη
15-04-2018

 

Οροί, βελόνες, θάλαμοι με τριψήφια νούμερα και κριθαράκι με κρέας. Δυο κόσμοι που συγκλίνουν και τέμνονται αλλά είναι παράλληλοι, πώς γίνεται -να χέσω τα πανεπιστήμιά μου- δεν το κατάλαβα ακόμη. Δεκάξη μήνες νωρίτερα κάπνιζα ένα πακέτο κάθε δεκαπέντε μέρες. Τώρα λυσσάω να δω τον αναπτήρα να βάζει μπουρλότο στον καπνό. Η μάνα μου λέει ’κάνε κάτι αγόρι μου΄. Θαρρεί, κι αυτή, ότι θα το τερματίσουμε το κοντέρ στα τριψήφια. ’Αν φτάσω εξήντα’, της λέω, ’θα αφήσω μεγάλα ορφανά πίσω, μη σκας’. Μετά πάει και μου βάζει πορτοκάλι γλυκό, ’μόνο πικρά σκέφτεσαι, τι έχεις πάθει’. Ρίχνω μια ματιά στο ημερολόγιο. Ένα σαββατοκύριακο ελεύθερο ως τα μέσα του Ιούνιου. Και έξη, μπορεί κι εφτά (επί δυο, πρέπει να επιστρέψω κιόλας) , ’η ζώνη του καθίσματός σας να είναι δεμένη όταν κάθεστε γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος απρόβλεπτων αναταράξεων κατά τη διάρκεια της πτήσης’. Τις ’απρόβλεπτες’ και ’κατά την διάρκεια’ έχουμε κατά νου. Τις προβλέψιμες στο έδαφος όχι. Μαλακία μας. Κι εκεί μια χαρά κομμάτια γίνεσαι.

Κάποτε έγραφα ιστοριούλες. Τώρα χώνομαι μέσα τους και παλεύω να απλωθώ για να ξεκουραστώ λίγο. Στενός κορσές όλες, άλλος τις έγραψε. Ούτε να σκεπαστείς μπορείς μ΄αυτές. Απάτη όλα.