«Απ΄τα μισά του μήνα Μάρτη» αισθάνομαι πως κατοικώ όχι χώρα, αλλά στις εγκαταστάσεις μιας ανώνυμης διαφημιστικής εταιρείας. Το σήμα της, παντού. Τα μηνύματά της, ηχητικά, τηλεοπτικά, παρεμβάσεις, σχόλια και και περηφάνειες, σε κάθε υπαλλήλου τα χείλη. Δεν ξέρω τι θέλω σε μια διαφημιστική εταιρεία ― μια φορά είχα την εμπειρία και κόντεψα να φαρμακωθώ από απόγνωση. Αλλά σίγουρα η κατάσταση με παρέπεμπε σε δύο περιόδους του παρελθόντος:
Το άδειο μαγαζί
Η μάνα μου, που έφηβη κατοικούσε στα όρια του εβραϊκού καρτιέ στο Παππάφι, όποτε παραθερίζαμε και ψάχναμε εστιατόριο να φάμε, και πέφταμε σε ένα άδειο, αρνιόταν να καθήσει και έλεγε αυτό είναι «παρήγγειλαν, παρήγγειλαν» και φεύγαμε. Στο τέλος εδέησε να μας πει το γιατί, που είχε πηγή ένα ανέκδοτο των μπαγιάτηδων: δυο εβραίοι συνεταιρίστηκαν και άνοιξαν εστιατόριο. Θες η θέση του καταστήματος, θες κάτι άλλο, δεν πατούσε πελάτης επί ημέρες. Τους είχε γίνει ψύχωση. Ώσπου κάποια πίσημον ημέρα, εφάνη και καρεκλώθηκε η πρώτη συντροφιά, και μάλιστα πεινασμένη. Παίρνει ο ένας παραγγελία, και ώσπου να πάει στον μάγειρα, την ξέχασε. Αντ΄αυτού, του φωνάζει «παρήγγειλαν, παρήγγειλαν!»
Θα έρθουν, δε θα έρθουν
Επίσης, πάνω στους σεισμούς του 1978 στη Σαλονίκη, με ένα σπίτι ρημάδι, πέντε μέρες ως ταξιτζής να αλωνίζω την Ελλάδα αφήνοντας συγγενείς, φίλους και γνωστούς όπου γης, απένταρος και αγχωμένος, είχα κλείσει μια ανασκαφική σεζόν με την αυστραλιανή αποστολή που δούλευα μαζί της από το 1975, κάθε καλοκαίρι. Πήρα τον αδελφό μου και τον Ίσαρη, φόρτωσα στο κατρελάκι ένα νοικοκυριό και φτάσαμε Τορώνη σε συνθήκες στέππας ή αγέλης γκνου στο Σερενγκέτι. Αλλά πέρασε η πρώτη Ιουλίου και η αποστολή πουθενά. Άλλαζα χρώματα από το άγχος και την απενταρία, σκεπτόμενος πως οι Αυστραλοί θα μάθασι για το σεισμό και είπαν «άσε, σκάβουμε του χρόνου». Περάσαμε μια αξέχαστη εβδομάδα, με το μάτι γαρίδα, μη και φανούν, ώσπου εδέησαν και φάνηκαν, ανίδεοι για τους σεισμούς, και έπαψα να αισθάνομαι Ζακύνθιος ή Μυκονιάτης που είχε στρώσει το μαγαζί και ήταν σε στάτους «παρήγγειλαν παρήγγειλαν»
Αποτύπωση υπάρχουσας κατάστασης
Τρεις μήνες ζήσαμε σε συνθήκες πολιτικής άμυνας, όχι προστασίας, ήτοι οι νέοι στους στρατώνες, οι γέροντες με κράνη-εγγλέζικα πιάτα, ρυθμίζαμε τα καταφύγια και ακούγαμε τον Τσώρτσιλ να μας δίνει θάρρος. Καθώς οι αποφάσεις ήταν αστραπιαίες και η πληροφόρηση ήταν ωμή, χωρίς το σύνηθες χαριτωμενί και μενεγακί, η τηλεόραση και τα «νέα» της κανάλια, ήταν πλημμυρισμένη με κρατικά σποτάκια και κοντά σ΄αυτά με εταιρικά παρόμοια, ενώ μόνη σταθερά στην οπτική ζωή μας ήταν η διαφήμιση για ένα φίλτρο νερού που από νεογνά την ξέραμε απ΄έξω. Και ο εθνικός μας σαράφης, που αγόραζε «για κόσμημα και όχι για χρυσό», πουθενά. Οι υφυπουργοί ήταν ενεργοί, οι υπουργοί λιγότερο, ο Σύριζας σε διαστημόπλοιο κάποιο άλιεν τον απασχολούσε, οι αρχηγοί των κομμάτων αμείλικοι (κατουριόμασταν κάθε φορά που εξέπεμπαν πολιτικά μηνύματα) και η κυβέρνηση, εκτός την συγκλητική τριανδρία Τσιόδρα, Χατζηζαμάνη, Χαρδαλιά, εμφάνιζε τον πρωθυπουργό ως εκατόγχειρα δραστήριο ή (για να μη ξεχνάμε την λεβεντογέννα) ως Τάλω.
Έπεφταν κάτι προστίματα σαν το χαλάζι, φυσικά υπήρχε λόγος σοβαρός, αλλά τα εξοχικά γέμιζαν με τις δυνάμεις κρούσης «χαμπερίμ γιοκ» και παράδοξη αβρότητα όταν διαδήλωνε το κόμμα του λαού, αλλά καμπάνες όταν δεν είχε πασαπόρτι ο μέσος Έλλην χαβαλεδιάρης.
Κάθε απόβραδο και ασετυλίνη ο Τσιόδρας εξέπεμπε τον φετφά του, αναφέροντας αποθαμένους στο τέλος της πρότασης, και απαντούσε ως Σενέκας στις ερωτήσεις των Βακχιαδών ή των Κοστοβώκων του Τύπου, ενώ ο Χαρδαλιάς περνούσε φάσεις ποιητικές: από Τυρταίος και Πίνδαρος στην αρχή, μεταφρασμένος Πάστερνακ, με δριμύς Τολστογιέφσκης όταν δεν καταλάβαιναν οι Έλληνες peaky blinders για να καταλήξει ως μίγμα Λορεντζάτου, Βαλαωρίτη και Μενδώνη. Επίσης, παρήγγειλαν παρήγγειλαν παραμένουν τα ταξίματα για 1.100 προσλήψεις με 500 βανάκια για να σπείρουν πανελλήνια τεστ, καθώς χωρίς αυτά, η αναγγελία λίγων νεκρών μόνον ματσαραγκονιά σήκωνε.
Η κρίσιμη μάζα
Σε πολύ απλά, μπακάλικα μαθηματικά (η στατιστική ευημερεί στην τοπογραφία και την γεωδαισία, αλλά παλαντζάρει στις ιατρικές επιστήμες), το πήξιμο του κόσμου από την πρώτη εβδομάδα του Μάη σε πλατείες, δημόσιες βόλτες και τα συναφή, «κανονικά» θα έφερνε κρούσματα πολλά και αρκετούς θανάτους, αλλά κανένας νουνεχής νεοέλλην δεν το σκέφτηκε έτσι. Για τους Έλληνες καταύγαζε το νησιωτικό στερέωμα, η αθάνατη Κρήτη και η πρωτεύουσα με τον Μεγάλο Περίπατο του Κώστα (Μπακογιάννη) ήθελαν κόσμο, τουρίστες, υγεία, να πήξει η Ηρακλειά και να σωθεί η Αγιανάπα ( επίτηδες αλλάσσω το σε Κυπρίων αίτημα).
Από την στιγμή που τα αερόπλανα, όσα δεν πτωχεύσουν κι ώσπου να τελεσιδικήσει ο Τραμπ με τον Τουίτι, δέχονται πήχτρα τους επιβάτες, το ενάμισο μέτρο σε καφενεία, πούλμαν και τα λοιπά, είναι για τον Πέο. Αλλά για μια εντύπωση ζούμε. Η κυβέρνηση προτιμάει αδίστακτα να κινδυνέψει η χώρα (πιθανότητα ας πούμε 20%) να δεχτεί το θρυλούμενο «δεύτερο κύμα» και να γίνει επί δέκα χρόνια η χώρα ενός διαρκούς Στάλινγκραδ (όχι του κόκκινου στρατού διότι δεν θέλει ο Πάιατ) ή ενός στρατοπέδου τύπου «αμάν ένα φορείο», παρά να ακυρώσει τον φετεινό τουρισμό, υποκρινόμενη υψηλά ιδανικά, να αποζημιώσει την τουριστική βιομηχανία ή να την πουλήσει σε άλλους, καθώς την έχουνε πάρει χαμπάρι τα σαΐνια και διεκδικούν ό,τι δεν πήραν από την εποχή των Μακρήδων και των Γεσέδων και τα κοπούκια του οικονομικού σχεδιασμού, γεμίζουν τροπολογίες, ΠΝΠ και άλλα κορακίστικα.
Κατακλείδα
Τελειώνω, παρότι με την καρδιακή ανεπάρκεια που με διακατέχει να υλοποιήσω ένα if I could stick a knife in my heart / suicide right on stage καθώς είμαι ικανός πλέον να καλύψω 60 σελίδες αυθημερόν και σεις να πιστεύετε πως μαγειρεύω τις λέξεις σαν τον Μπέλο και καλύτερα.
Αυτοί θα μείνουν. Κανονίστε. Κι όταν φύγουνε με το καλό, πάλι θα σας έχει πιάσει τέτοια υστερία και καρδιωγμός, που θα έρθουνε χειρότεροι.
Αφήνουν ομως ρήγματα. Οι γκάφες τους είναι μνημειώδεις. Τελικά, ως ετεοκρητική φαμίλια, θα τσακωθούν για οικογενειακούς λόγους, από τους οποίους δεν εξαιρείται η βεντέτα. Θέλουν να καθαρίσουν έναν νεοέλληνα ασάρωτο οίκο και ως εργαλείο χρησιμοποιούν τσιμπιδάκι φρυδιών. Ζήσετε, πατριώτες, ως να μη υπάρχουν ή, εάν έχετε απορίες, ξαναδείτε και τις δύο βερσιόν του «Μεγάλου Γκάτσμπι».
Ατουταλέρ.