Όταν η ανακύκλωση ήταν σε άλλον πλανήτη
23-08-2019

Οι κάργιες και άλλα εξαγοράσιμα

Για τις κάργιες που φώλιαζαν στις γκαϊλότρυπες του ρολογιού των Γιαννιτσών, η επικήρυξη από το Δασαρχείο/κτηνιατρείο/ θα σας γελάσω στην Παλιά Αγορά ήταν μία δραχμή το πτώμα.

Παλιές εφημερίδες, περιοδικά και χαρτί γενικά, αγόραζαν αποθήκες που ήξερα σε διάφορες πόλεις και συνοικίες και εξασφάλιζα σε δίσεκτες μέρες τα τσιγάρα μου.

Μπουκάλια απο υαλί, τα παίρνανε πίσω, άρα, και άλλα τσιγάρα ή εισιτήρια του ΟΑΣΘ.

Πριχού γενούν τιφτίκι μικιμάου, Γιώργος Θαλάσσης, Μάσκα και άλλα τονωτικά, τα πηγαίναμε σε μαγαζιά μεταχειρισμένων. Θυμάμαι ένα στη Διαγώνιο. Με τις ντάνες απόξω.

Αδέρφια, ξαδέρφια και άλλοι συγγενείς, έβγαζαν πολύ σχολικό υλικό από αυτά που αγόραζαν οι γονείς για τους μεγαλύτερους της φαμίλιας. Αλλά αγορά μεταχειρισμένων υλικών υπήρχε ούτως η άλλως.

Κοστούμια, σακκάκια, παλτό, και άλλα ρούχα δύσκολα πέθαιναν. Τα μαντάριζαν και έκλειναν τις αβαρίες κι όταν γυάλιζαν απο παλαιότητα υπήρχε ο ράφτης που τα «γύριζε» και άντεχαν άλλα πέντε χρόνια. Το ίδιο και τα πουκάμισα, αλλά εκεί για γιακάδες και μανσέτες.

Οι νάιλον κάλτσες όταν έβγαινε πόντος περνούσε από το ξύλινο αυγό και ένα μικρό Χαρπούν, όπως στον Μόμπι Ντικ για τες φάλαινες και το κορίτσι που περίμενε στο παράθυρο τις διόρθωνε.

Στα παπούτσια οι τσαγκάρηδες πρόσθεταν πεταλάκι στη σόλα για αντέξουν. Οι λούστροι έβαζαν σε κάθε πόδι από ένα χαρτονάκι από πακέτο τσιγάρα κασετίνα εκατέρωθεν, για να μη βαφτούνε οι κάλτσες. Για να σολιάσεις παπούτσια, έπρεπε να έχουν τρύπες τόσο μεγάλες ώστε να βλεπεις τον δρόμο.

Ο σκουπιδοτενεκές ήταν μικρός, και γέμιζε άπαξ της εβδομάδας. Φαγώσιμα δεν είχε μέσα- ακόμη κι αν δεν υπήρχε κοτέτσι, είχε ο γείτονας. Αυτό δεν ίσχυε για τα κέντρα των πολεων, μήτε για τις αγορές και τα παζάρια, όπου αναλάμβαναν οι κατσίβελοι.

Πολύ λίγες οικογένειες πετούσαν ρούχα πεθαμένων. Τα έδιδαν σε πτωχούς ή τα μεταποιούσαν.

Επίσης, χαρτονένια και τσίγκινα κουτιά, άδεια, τα χρησιμοποιούσαν εντατικά, και έβαζαν ό,τι επιθυμούσε νια νοικοκυρά –από παραθείο έως πινέζες.

Σε άλλη κλίμακα ήταν τα παλιατζίδικα και οι μάντρες. Έβρισκες από κράνη πιάτα Εγγλέζων έως τιράντες φαντάρων του Βιετνάμ. Στις μάντρες μπορούσες να χτίσεις αποθηκούλα με το φόρτωμα ενός τρίκυκλου. Το ίδιο και για ανταλλακτικά αυτοκινήτων και μηχανών.

Τα μαγαζιά των μεγάλων ειδών κιγκαλερίας, είχαν και δυσεύρετα εξαρτήματα από υδραυλικά, είδη υγιεινής αλλά και ταμπελιτσες σε κάθε κουτί με την περιγραφή του είδους, κατά το συντεχνιακό ιδιόλεκτο. Έμπαινες και ζητούσες παππά, παπαγάλο, τέτοια ιδιωματικά.

Τότε δεν ήξερε κανένας τι ήταν ανακύκλωση. Μήτε υπήρχε τέτοιος όρος. Εκτός εάν κάποιος των γραμμάτων έβλεπε πρώτη φορά γύρο του θανάτου στο βαρέλι πανηγύρεως και έλεγε πως οι στεγνοί, ασκητικοί τσοπεράδες «διέσχιζαν το βαρέλι με δαιμονικές ανακυκλώσεις». Δεν έτυχε να το ιδώ γραμμένο, αλλα υπήρχαν αρκετοί υπαρξιστές και νουβό ρομάν εκστασιασμένοι και δεν το αποκλείω.

Τα κορίτσια των ραντεβού έκρυβαν τις μπαλωματιές στα ρουχάκια και στα εσώρουχα με ευφάνταστα κεντημένα κλαράκια και ανθάκια απο πεπειραμένες κυράδες του σπιτιού.

Στις χωματερές των πόλεων υπήρχαν ομάδες από αγυιόπαιδα υπό αρχηγό, που γινόταν αραιά ρεπορτάζ από κοινωνικά ευαίσθητους δημοσιογράφους.