Η Γάτα του Τσέσια(ρ). Εικονογράφηση του Τζον Τένιελ για το έκτο κεφάλαιο (Γουρούνι και πιπέρι) από τις "Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων" του Λούις Κάρολ.
Όταν δεν μπορεί ο κάβουρας, μπορεί ο παπαγάλος
07-05-2020

(Πρακτική οδηγία για την επιλογή κατάλληλης πένσας)

Οι δυτικοθεσσαλοί κάνουν οικονομία στον αέρα τρώγοντας τα φωνήεντα. Ο Πιέρο ντι Κόζιμο που ήταν ερωτευμένος, λέει ο Πανόφσκι, με τη «φινέτσα της φύσης», le sottigliezze della natura, τους γρύλους, τους γυρίνους, τους σάτυρους και μύρια όσα κοσμολογικά και μεταμορφωτικά, έκανε οικονομία στις ανθρώπινες συναναστροφές και στη φωτιά. Πρόδρομος μονομανιακός οικο(λ)νό(γ)μος ο πρωτοπόρος αυτός ζωγράφος απόφευγε τους ανθρώπους και έβραζε πολλά μαζί αυγά σφιχτά, που τα έτρωγε επί σειρά ημερών ώστε να μη χρειάζεται να ξαναμαγειρεύει και να σπαταλά φωτιά αδίκως. Εγώ όμως δεν κάνω οικονομία στο νερό. Ευλαβικά αποστήθισα το πρώτο μάθημα του καθημερινού Κατηχητικού των 6 μ.μ. και πλένω και ξαναπλένω ό,τι απόμεινε από χλωρίνες, ντετόλ και κάθε σοτιλιέτσα της Ρέκιτ Μπενκίζερ και Σία και των ανταγωνιστών, και επιμένει να περνάει για χέρια. Ενώ μοιάζει περισσότερο με κυριολεκτικώς φωτογραφική μεμβράνηή πιο λυρικά, με τα ιριδίζοντα φλουριά του φρυγμένου λεφτοβότανου. Του πολυτελούς monnaie du Pape, της σεληναίας λουνάριας που άνοιγαν τα σεντούκια τους τέλος του καλοκαιριού και σκόρπιζαν για καλοτυχιά, εκατοντάδες μικρά ασημοτάλαρα φεγγάρια, τα φύλλα τους, οι ιθαγενείς νύμφες της Αρβανιτιάς στο Ναύπλιο. Έτρεχα εγώ και σκαρφάλωνα και καταξεσκιζόμουνα στην απορρώγα βραχώδη ακτή του ονειρώδους περιπάτου για να τα περισυλλέξω σε καιρούς που τώρα μοιάζουν ενώ δεν ήταν με χαλκομανίες ασύδοτης ομορφιάς και ελευθερίας από το βιβλίο των ημερών της Κουκανίας. Με παράδειγμα τον Πιέρο ντι Κόζιμο περιορίζομαι τώρα στην ελεγχόμενη ασυδοσία των μήλων με σκοπό την οικονομία των μετακινήσεων. Πολυτελής ο μανάβης αλλά δεν τον αλλάζω με τίποτα όταν λέγεται Ραδικάκης και οι δυο θηλυκοί βοηθοί που εναλλάσσονται στο ταμείο του ονομάζονται Λίτσα από το Τριανταφυλλίτσα και Λίνα από το Μαρουλίνα. Το δε συνεπέστατο αυτό μανάβικο επειδή κάπως πρέπει να λέγεται—, «Ο Κήπος». Είναι κάμποσο μακριά από την εκ παραχωρήσεως έδρα μου (προσωρινοί είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο κι ο νομοκάνονας προβλέπει εξώσεις ακόμα κι απ’ τον Παράδεισο) κι έτσι κάνω και βολική οικονομία στους λόγους που δικαιολογεί η «Βεβαίωση Κατ’ Εξαίρεση Μετακίνησης Πολιτών». Την οποία εξακολουθώ να συμπληρώνω, να υπογράφω και να παίρνω μαζί μου λόγω χρόνιου κλονισμού της σχέσης μου με το Κράτος. Aπο τότε που μια φορά αμέλησα να κουβαλάω μαζί μου ταυτότητα και αυτή τη φορά το παρατυχόν όργανο της τάξεως έπαθε υστερία αμεροληψίας και θεώρησε πως έπρεπε να με συμπεριλάβει στους μελαχρινότερους περαστικούς που τους είχε σταματήσει για υποθέτω παραδειγματικό έλεγχο στοιχείων σε περιοχή όπου η εθνική ταυτότητα δε σελαγίζει σαν φωτοστέφανο στο κεφάλι των παροικούντων ούτε των παρεπιδημούντων. (Και η ταξική περνάει δύσκολα, αλλά για άλλους λόγους.) Σημαδεύω λοιπόν Β2 και Β6 (κατ’ ελαφρή παρέκκλιση, λόγω σχετικισμού της έννοιας «κοντά στην κατοικία μου»), παίρνω μολύβι και χαρτί, πολλαπλασιάζω το μέσο βάρος ενός μέσου μήλου ποικιλίας Φούτζι Άζτεκ (Malus domestica). Επιτυχημένο, λέει, «κλώνο νεοζηλανδικής ποικιλίας ιαπωνικής καταγωγής που εκδίδεται [στις μέρες μας ακόμα και τα μήλα εκδίδονται] στη Γαλλία από τα “Φυτώρια Ουαλεσίας” ή “Παγκοσμιοποιημένη Επιλογή Φρούτων”». Και πώς να μη θρηνήσω εδώ τις τριάντα (30) ποικιλίες μήλων που υπήρχαν και ευδοκιμούσαν στο Πήλιο (κάποιες απ’ αυτές σέρνονταν και ως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και λίγο παραπέρα) και τις κατονομάζει ο λόγιος Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (κατά κόσμον Ζήσης Καμπυλάκης από τον Άγιο Λαυρέντιο). Δεν μπορώ παρά να αφεθώ σ’ ένα σύντομο φρουτοπαραγωγικό ιντερμέδιο αντιγράφοντάς τες για να τις ξαναχαρώ:

«…Σήμερον (1889) η ημετέρα επαρχία και κυρίως τα δύο χωρία Δράκεια και Άγιος Λαυρέντιος αριθμούσι  τ ρ ι ά κ ο ν τ α  ε ι δ ώ ν  μ ή λ α, τα εξής: 1) Φερίκια τριών ειδών, ενός καλοκαιρινού, δύο χειμωνιάτικα. 4) Μανιές, 5) Μαρκέικα, 6) Αναστασέικα, 7) Καραλέικα, 8) Σουμπεκιά, 9) Χειμωνιάτικα, 10) Μουσαλέικα, 11) Βαρδακέικα, 12) Φλασκιά, 13) Σκιούπια, 14) Φακηλάτα, 15) Λαδόμηλα, 16) Κωστέικα, 17) Τσακνακέικα, 18) Καρπενησιώτικα, 19) Κερέικα, 20) Αρβανίται, 21) Καραουλάνια, 22) Μήλα της Εκκλησιάς, 24) Κανηκέικα, 25) Δηλιγιαννέικα, 26) Τσιλκέικα, 27) Νταουτέικα, 28) Χαϊβάνια, και πέντε ειδών ανώνυμα φέροντα όλα ομού το όνομα καλοκαιρινά» (Προμηθεύς, 1, 1889, αρ. 8, σ. 63-64).

Πολλαπλασιάζω λοιπόν τον Ιάπωνα Νεοζηλανδικής μετάλλαξης Αζτέκο του Φούτζι επί 20 μήλα και το γινόμενο το υποβάλω στη σχολική πειθαρχία της απλής μεθόδου των τριών (ο τρίτος είναι η τιμή κατά κιλό αυτά μαθαίναμε τότε) για να καταλήξω στο συνολικό κόστος των μήλων μου. Φοράω κάτι ατσούμπαλα διαφανή πλαστικά γάντια που δήθεν με προστατεύουν από τη βρώμα του χρήματος και της χρεωστικής κάρτας την οποία φοβάμαι να απολυμάνω μπας και θίξω κάποια από τις -φοβίες της, ξεχωρίζω κάρτα, ξεχωρίζω και τα μετρητά ακριβώς, τα ενθυλακώνω σε στεγανό μιας χρήσεως σακουλάκι το οποίο τοποθετώ στη μολυσματική μου τσάντα, βγάζω τα γάντια, πλένω και απολυμαίνω τα χέρια μου, παίρνω τις ήδη απολυμασμένες τσάντες πολλαπλών χρήσεων που χρησιμοποιώ για τα ψώνια, πλησιάζω στην εξώπορτα, την ανοίγω, ακουμπάω τα πάντα σε ειδικό χαλάκι στον εξωτερικό κοινόχρηστο διάδρομο (έχω φροντίσει να το έχω στρώσει σε κάποιο διάλειμμα των προηγουμένων εργασιών), βγάζω τις παντόφλες μου και τις ακουμπάω δίπλα στην πόρτα ώστε να μην την εμποδίζουν να ανοιγοκλείσει αλλά και να μπορώ να τις φτάσω χωρίς κίνδυνο εξαρθρώσεων κατά την απόπειρα να εισέλθω στην έδρα μου εφόσον επιτυχώς επιστρέψω από την εκστρατεία των μήλων, παίρνω τα παπούτσια μου που τα έχω ήδη αερίσει τουλάχιστον 24 ώρες στο μπαλκονάκι, με επίκυψη τα τοποθετώ στον εξωτερικό διάδρομο του ορόφου δίπλα στις τσάντες, κι εδώ, αφού βγάλω από το μέσα μέρος της πόρτας την αρμαθιά των κλειδιών και προνοητικά την τοποθετήσω στην κλειδαριά εισόδου, έρχομαι στο πιο χορογραφικό μέρος αυτής της πολυπαραγοντικής διαδικασίας που προϋποθέτει πολυήμερη προγύμναση, την οποία και πραγματοποίησα, καθώς πρέπει με ένα μπριζέ βολέ ντεσί-ντεσού με κουπέ εμπρός που είναι δυνατόν να απαιτήσει προκαταρκτικά και ένα γκραν πλιέ-βαθύ κάθισμα (μόνο η πούρα χορογραφική ορολογία μπορεί να αποδώσει τη φιγούρα και τις ποζισιόν) να πηδήσω και να προσγειωθώ μέσα στο ένα και μετά στο άλλο παπούτσι. Εδώ τώρα με τίναγμα μετά μεταβολής και πτώση επί τόπου της σουηδικής γυμναστικής είμαι έτοιμη να ξεκινήσω αμέριμνη για το μανάβη εκτός, όπως και συνέβη, αν έχω ξεχάσει να ασφαλίσω τη Βεβαίωση Κατ’ Εξαίρεση Μετακίνησης σε προσιτό σημείο σε κάποια από τις τσάντες πολλαπλών χρήσεων ώστε να μην παρουσιαστούν επιπλοκές αν χρειαστεί να την επιδείξω, και βέβαια, εκτός και αν έχω ξεχάσει να φορέσω τη χειρουργική- μάσκα -προστασίας- χωρίς -βαλβίδα. Πράγμα που επίσης συνέβη. Όπως όταν ξεκινάμε ορμητικά προκειμένου να επιτελέσουμε το μη επιδεχόμενο αναβολή και μόλις φτάσουμε εκεί όπου πρέπει να το επιτελέσουμε, έχουμε απορίξει στη μεσολαβητική λήθη και εξανεμίσει καθ’ οδόν τον σκοπό της τόσο απαραίτητης αυτής επιτέλεσης. Οπότε, όλα τα βήματα της παραπάνω διαδικασίας επαναλαμβάνονται αντιστρόφως και σε κάποιο προσεκτικά προγραμματισμένο εντελώς τελικό σημείο, σε συνθήκες άσηπτες, φορώ τη μάσκα, πηδώ στα παπούτσια και ξαναοδεύω, πραγματικά αμέριμνη τώρα, για τους σκοπούς Β2 και Β6. Έξω ο ήλιος λάμπει από συνήθεια, το Πεδίο του Άρεως δεν έχει μετακινηθεί από συνήθεια, το πρώτο μετακορονοϊκό επιτοίχιο επίγραμμα έχει εμφανιστεί από συνήθεια (Κάλλιο τώρα αγκαλιές, φιλιά / παρά 40 ώρες Τιβί και Χαρδαλιά), ο Υμηττός φράζει τον ορίζοντα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας από συνήθεια, εγώ βαδίζω στο φαρδύ πεζοδρόμιο κατά μήκους του Άλσους από συνήθεια, και το μόνο που δεν υπακούει στη συνήθεια είναι η ψιθυριστή φωνούλα που άρχισε να με κανοναρχεί και σταματώ για να διακρίνω τι λέει και από πού έρχεται. Είμαι, λέει, το φάντασμα του παπαγάλου που σε επισκέφτηκε τις γόνιμες μέρες του απόλυτου εγκλεισμού. Φεύγοντας από σένα άρχισα να μετακινούμαι εντελώς άσκοπα από βρομοκαρυδιά σε κεραία και από κεραία σε μπαλκόνια και τελικώς κατέληξα αιχμάλωτος σε ρετιρέ της Σκουφά, στο έλεος δυο συνταξιούχων, ενός Υπερήλικα Θανάτου κι ενός Θανάτου Ημέρας. Θα σου εξηγήσω. Ήταν σαν τους δυο γέρους του Μάπετ Σόου. Οπότε μάντεψες και την ηλικία μου. Νεάζω, βλέπεις. Εκτός από μένα είχαν στο έλεός τους να τους υπηρετούν και δυο εκ Φιλιππίνων τρίτης γενεάς μιγάδες. Με παρηγόρησε ο εξωτισμός των Φιλιππίνων κάπως λόγω αταβισμού. Αλλά τι να σου κάνει και ο αταβισμός. Το ζεύγος των ομοφύλων παρακολουθούσαν ανελλιπώς το κατηχητικό του Υπουργείου Υγείας κάθε μέρα στις 6 μ.μ. Όταν δεν συνέβαινε, πάθαιναν στερητικό σύνδρομο και άρχιζαν να παραληρούν περί ευπάθειας, εγκατάλειψης των ώριμων πνευματικά μη παραγωγικών ηλικιών κτλ. και ευτυχώς προς στιγμήν με ξεχνούσαν. Όμως κάθε φορά που το παρακολουθούσαν, έπεφταν μετά πάνω μου με καινούργιες ιδέες για τα κείμενα που έπρεπε να αποστηθίσω / μελοποιήσω / αποδώσω με επιτονισμό Τσιόδρα ή Χαρδαλιά· τον τρίτο τον ανύπαρκτο το εκλεκτικό παπαγαλικό μου πνεύμα αρνείται να τον συγκρατήσει. Πολύ δε περισσότερο να τον μιμηθεί. Ο ένας των δυο γερόντων είχε ερωτευθεί τον Τσιόδρα και ο άλλος τον Χαρδαλιά (ΝΑΙ, ΤΟΝ ΧΑΡΔΑΛΙΑ). Αυτός ο δεύτερος ήταν και πιανίστας. Πήγαινε λοιπόν στο πιάνο και άρχιζε: Χέ-ρι-α πλέ-νου-με- ΣΤΟΠ – Α-πο-στά-σεις κρα-τά-με-ΣΤΟΠ- Μάσ-κες φο-ρά-με ΣΤΟΠ. Ένα δύο, τρία-τέσσερα-πέντε ο δάκτυλος, φώναζε. Και άπειρες ήταν οι παραλλαγές, με κάθε είδους μάντρα που κατέβαζε ο Χαρδαλιάς. Οι μέρες περνούσαν και πρόωρα με γερνούσαν. Μαράζωνα ψυχοσωματικά. Δοκίμασα και το τελευταίο όπλο. Τις παρατεταμένες προστυχιές του Γάτουλλου που μου τις είχε διδάξει πρώην ιδιοκτήτης. Τύλιγα όλη τη μέρα σε ατελείωτη πορνοφωνία. Με τη διαφορά πως αυτοί οι δυο δε χαμπάριζαν από λατινικά. Μη αντέχοντας το παραλήρημά μου με έκλεισαν σε υπόγεια ανήλια αποθήκη. Αρνήθηκα την ύποπτη πολύχρωμη παπαγαλίνη που μου έφερνε κάθε μέρα ο ένας εκ των υπηρετών. Φόβος και απεργιακή διάθεση, απίθανος και παράλογος μα υπαρκτός συνδυασμός, με οδήγησαν για να το πω με ιδίωμα Τσιόδρασε προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο. Όμως, όπως συμβαίνει με μερικές γάτες που εξαφανίζονται αφήνοντας πίσω τους ένα αδιόρατο χαμόγελο να φωτίζει το κενό της απουσίας και να παρηγορεί τα βουβά σπίτια των ανθρώπων που κάποτε ζωντάνεψαν από το αίνιγμα της παρουσίας τους, έτσι κι εγώ παρατείνω τη μεταθανάτια παρουσία μου σαν καλόγνωμο αερικό σε μια ατμόσφαιρα κορεσμένη από ύπουλους κορονοϊούς. Για να πραΰνω λίγους εκλεκτούς με ένα μνημονικό λουλούδι εγκλεισμού και λίγη ποίηση αντισηπτική. Έχω σκοπό να σου απαγγείλω ποιήματα αντισηψίας. Όχι αυτή τη στιγμή. Όσο οδεύεις προς το μανάβη. Σε εύθετο χρόνο. Αργότερα.