Όσα παίρνει ο άνεργος
12-02-2020

Μέχρι στον γκρίζο Τίβερη – επήγαινα ντελίβερι
μα σαν με απολύσανε – δυο πάπιες μου μιλήσανε
“Μήτσομ, μην απελπίζεσαι, κι απ την δουλειά ζορίζεσαι
νιώθεις αγόρι άτυχο, στο χτένισμα το άτριχο?”
Πάπιες ειναί, κι ας κεληαδούν, Παπούλες ειν, κι ας λένε
μα εμένα τα ματάκια μου, δεν σταματούν να κλαίνε
Θέλω δουλειά παπούλα μου, θέλω δουλειά πουλί μου
ή έστω μεροκάματο, ας δώσουν στο σκυλί μου
Στην όψη κει του Σύριζα, την αλλαγούλα μύριζα
μα μ έκανε καχύποπτο, το κράτος μου το ύποπτο.
Πλέον στολίδια δε φορώ, δε πάω καφετερία
στο σάμπλερ μου κουμπί πατώ – Γαμώ την κοινωνία
Και η παπούλα πέταξεν, και η παπούλα πάει
στην πουπουλένια ράχη της, τον Νηλς πια κουβαλάει
Κι έμεινα να κοιτάζομαι, χωρίς να περιμένω
ασανσέρι ακαθρέφτωτο, λελούδι μαραμένο.
Χτυπάει μία η Δεη, το αίμα αυλάκι κάνει
χτυπάει και ο Ενφια, το αίμα τάφρο κάνει.
Οπόταν δυο επιλογές, μου έμειναν ν’ αδράξω
ή να ποθάνω μίζερος, ή όλα να τα γράψω
Κι έτσι την ρόδα καβαλώ, απ το ποδηλάτο μου
ρουτς ρέγγε νταμπ να τραγουδώ, που ‘ναι για το καλό μου.
Παντρεύτηκα τα σύγννεφα, και πέτρες τα παιδιά μου
χορτάρια τα εγγόνια μου, κι ευφραίνεται η καρδιά μου.
Έσκισα το πτυχίο μου, και έφτιαξα χαρτάκια
πάει και το βιογραφικό – Πάνε και τα φαρμάκια.
Δες ο χειμώνας πέρασε, και τέλεψε το κρύο
κι αν είχα χθες μία χαρά, σήμερα έχω δύο