Ως Ελβετός πολίτης
13-05-2020

Μεταξύ μας, γκρινιάζω ως εσχατόγηρος και δε μ’ αρέσει. Η φυσιογνωμία ενός γέροντος που φαιδρύνεται η όψη του όταν παίζει με εγγόνια, ενώ ενίοτε συζητά με παλαίμαχους της Ζωής για πραγματικά ή φανταστικά κατορθώματα, μάλλον με απωθεί.

Στην τηλεόραση, έχει καιρό που δεν μ’ ενδιαφέρουν ο Σταύρος κι ο Σταυρής, τα μαγειρόπουλα που λατρεύουν να γίνουν «χημικοί Αλή» της κουζίνας, ενώ οι στυλίστες των παρουσιαστριών του Mega τις ντύνουν με ένα αποτρόπαιο ντεπιές, πολύ κοντή παντελόνα φαρδούτσικη κάτω και ένα μεσάτο ζακέτο που τις μετατρέπει, μια χαρά κορίτσια, σε βονάσους ή γκνού του Σερενγκέτι, θύματα της μορφολογίας.

Μήτε τα στραγγιστά γιαούρτια έχουν ενδιαφέρον ― δύο πρόσφατα διαφημίζονται από κοπέλες με άθλια έως ακατανόητη εκφορά λόγου, πάσχουσα στα χειλικά και στα οδοντικά.

Kαι στην Βουλή-τηλεόραση άκουσα σκηνοθέτη των “Τριών Αδελφών” του Τσέχωφ να βασανίζει τη λογική μου αντικαθιστώντας τη Μόσχα με την Οκτάνα του Εμπειρίκου, ενώ θα μπορούσε να αρκεστεί στο «να πάει στο Παρίσι» του Ορέστη Λάσκου.

Ευτυχώς ξεμπέρδεψα με το ποιόν της άλλης ζωής. Αποφάσισα να κατέβω ως πολίτης ενός ελβετικού καντονιού, ως βοηθός ωρολογοποιού και μάλιστα, ως κάτοικος των ελβετογερμανικών συνόρων, ώστε να ζήσω την «Μεγάλη απόδραση» προκειμένου να βοηθήσω τον Στηβμακουήν να περάσει τη μπάρα με τη μοτοικλέτα του. Θα φροντίσω μάλιστα να γεννηθώ περί το 1880, για να γνωρίσω την Γερτρούδη Στάιν, την Άλις μπη Τόκλας, τον Κάρολο Ντηλ και να αποθάνω το 1948, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος.

Κατά τα άλλα, ζέστη και δύσκολα να κρατηθεί ο κόσμος μακριά από τον χαβαλέ του. Σήμερα μάλιστα, σκέφτομαι να κάνω βόλτα στη γειτονιά, μετά από τρίμηνη παραμονή σε ένα δωμάτιο.