Πάει πολύς καιρός από τότε που η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στην ζωή μας. Και συνεχίζει τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και περισσότερο διαρκώς, να κατακτάει έδαφος, παραμερίζοντας με τις χειροπιαστές υποσχέσεις της, συνήθειες και τρόπους της καθημερινότητας αιώνων, για να μην πω χιλιετιών. Τα πάνω κάτω ήλθαν, όταν εισέβαλε ο ηλεκτρισμός μέσα στα φιλήσυχα νοικοκυριά. Έστειλε αυτομάτως περίπατο τα λαδοφάναρα, τα σπαρματσέτα και τις λάμπες πετρελαίου για τον φωτισμό. Το ξύλινο ψυγείο του πάγου με το βρυσάκι στο πλάϊ για το κρύο νερό το καλοκαίρι, επίσης εκδιώχθηκε κακήν κακώς. Η αλήθεια είναι, πώς ελάχιστα πιο σημαντικά ήταν τα όσα προσέφερε, από το απαρχαιωμένο εκείνο κρεμαστό «φανάρι» με τις σίτες. Ο πάγος έλιωνε σύντομα κι έτσι το φαγητό ξίνιζε χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Άσε δε που συχνά ο παγοπώλης λησμονούσε να περάσει… Ακολούθησαν το πλύσιμο στην τσίγκινη σκάφη καθώς και το σιδέρωμα κατόπιν με πυρωμένο κάρβουνο. Σπίθες μικρές πετάγονταν από τις θυρίδες εξαερισμού στα πλαϊνά του σίδερου με την ξύλινη λαβή -αν δεν ήταν καλά χωνεμένα τα κάρβουνα βεβαίως- και ρήμαζαν τα καλά πουκάμισα του πατέρα. Ποιος τον άκουγε μετά, όταν ετεροχρονισμένα ανεκάλυπτε την ζημιά, θηρίο ανήμερο γινόταν… Ή με τα άλλα σίδερα, από μασίφ μαντέμι καμωμένα, τα λεγόμενα και «βαποράκια» που τα ζέσταιναν, φορές μάλιστα τα ξεχνούσαν μέχρι πυρακτώσεως επάνω στις αναμμένες γκαζιέρες οι αφηρημένες νοικοκυρές, με αποτέλεσμα ν΄ αφήνουν στάμπες κιτρινωπές, σημάδια ανεξίτηλα στα λινά και τα βαμβακερά ασπρόρουχα κατά το σιδέρωμα. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν, και καλώς συνέβη, από τις ηλεκτρικές συσκευές.
Αλλά και πόσοι άλλοι ήλθαν ακόμη εκσυχρονισμοί, πόσες και πόσες φοβερές ανακαλύψεις –ων ουκ έστιν αριθμός- κατέφθασαν εν μια νυκτί ή μιαν ωραία πρωΐα, ως αποτέλεσμα πάντοτε θαυμαστό της καλπάζουσας προόδου! Που βεβαίως διευκόλυναν σημαντικά την ζωή μας, αλλά με τον τρόπο τους, μας κατέστησαν ταυτοχρόνως εξαρτημένους και δέσμιους. Εγώ όμως θέλω να σας μιλήσω εδώ για το «ωραίο μου πλυντήριο*» και δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Έχω μιαν ιδιαίτερη αδυναμία σ΄ αυτό το ξεπερασμένο, προ πολλού είναι η αλήθεια, θαύμα της τεχνολογίας. Για να καταλάβετε τι εννοώ, θα πρέπει να πάμε αρκετά πίσω και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπήρξα ορκισμένος εργένης από την περίοδο της εφηβείας μου. Όταν στα εικοσιτρία «αυτομόλησα» της πατρικής εστίας, αναγκάστηκα να πάρω την ζωή στα χέρια μου. Και τότε διεπίστωσα ότι το τίμημα της ελευθερίας ήταν αρκετά βαρύ. Εκτός του μεροκάματου για να ψωμίζομαι, έπρεπε να φροντίζω από μόνος μου κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Θεωρητικά βεβαίως τα γνώριζα όλα, μπορούσα εύκολα να τα απαριθμήσω ένα προς ένα. Στην πράξη όμως μου φάνηκαν βουνό. Κουτσά στραβά εκπαιδεύτηκα, ας έκανα κι αλλιώς αν μπορούσα. Τα τελευταία χρόνια έφτασα μάλιστα να θεωρούμαι υπόδειγμα νοικοκυροσύνης και μάγειρας εξαίρετος. Εκεί που σκάλωνα μονίμως ήταν το πλύσιμο των ρούχων στο χέρι. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλα, δεν τα κατάφερνα καθόλου καλά. Βαριόμουν φρικτά την όλη διαδικασία, την απέφευγα όπως ο διάβολος το λιβάνι… Από την άλλη ήμουν καλομαθημένος, μου άρεσαν τα φρεσκοπλυμένα και μοσχοβολιστά ρούχα. Τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τα λευκά, τριζάτα σεντόνια και οι πετσέτες στο μπάνιο, λευκές επίσης, ήθελα να είναι πάντοτε φρέσκες.
Μέχρι το 1991 που η μητέρα μου ήταν εν ζωή, έβαλα νερό στο κρασί μου, και συμβιβάστηκα με την δελεαστική πρότασή της να τα πλένει και πάλι εκείνη. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις μου, υποχώρησα εύκολα και άρχισα να πηγαινοέρχομαι στο πατρικό σπίτι με το σακ βουαγιάζ ντίγκα στο άπλυτο ρούχο. Και να το παραλαμβάνω σε μερικές ημέρες με όλα μου τα ρούχα καθαρά και τακτοποιημένα ανά κατηγορία. «Μόλις φτάσεις στο τσαρδί σου να το αδειάσεις αμέσως και φρόντισε, σε παρακαλώ, να κρεμάσεις ένα – ένα τα πουκάμισα να μην σου τσαλακωθούν», με συμβούλευε κάθε φορά, τα ίδια και τα ίδια… Σπανίως ακολουθούσα τις υποδείξεις της. Πολύ θα της κακοφαίνονταν και σίγουρα θα μου θύμωνε, εάν ήξερε η καϋμένη η μητέρα, ότι ακουμπισμένο σε μια γωνιά του υπνοδωματίου το σακ βουαγιάζ, έκανε χρέη πρόχειρης ντουλάπας. Ποτέ σχεδόν τα καθαρά δεν μεταφέρθηκαν από εκεί στην κανονική τους θέση. Συνήθως το άδειαζα σιγά – σιγά επιλέγοντας κάθε φορά τι θα φορέσω και το ξαναγέμιζα με τα άπλυτα την ημέρα της μεταφοράς τους. Ήταν θυμάμαι κατακαλόκαιρο του ΄79, όταν μετά από δική της πίεση, αποφάσισα να ενδώσω επιτέλους και να της πάω την πενιχρή προίκα μου για πλύσιμο. Από τότε που μερικούς μήνες πριν είχα χωρίσει τα τσανάκια μου κι έμενα μόνος, η σκάφη δεν με είχε δει -η μπανιέρα πιο σωστά- για μπουγάδα. Για αγορά πλυντηρίου ούτε λόγος να γίνεται. Τα σεντόνια μου λοιπόν ήταν σε ελεεινή κατάσταση, είχαν πιάσει κανονική κόρα. Ο παλιοκαιρισμένος ιδρώτας λόγω της εποχικής ζέστης τα είχε κάνει αγνώριστα. Μόλις τα ξεδίπλωσε, έφριξε στην θέα της απλυσιάς, έχασε το χρώμα της. «Σ΄ αυτά τα άθλια σεντόνια κοιμάται το παιδί μου;», μονολογούσε για ώρα απογοητευμένη. «Δεν μπορούσες τουλάχιστον να τ΄ αλλάξεις;», με ρώτησε κάποια στιγμή. «Δεν έχω άλλο ζευγάρι, παράτα με τώρα», απάντησα απότομα, δήθεν ενοχλημένος, αλλά με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Και τότε άνοιξε την καλή σερβάντα και ξεχώρισε τρεις – τέσσερις καινούργιες «αλλαξιές» να τις πάρω μαζί μου φεύγοντας. Αχ, βρε μαμά!
Δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να μην καταλαβαίνω ότι πίσω από την κάθε μορφή αυτοθυσίας και προσφοράς της μάνας, υπάρχει συνήθως και κάποιος αθέατος, ένας τόσο δα μικρός δόλος… Στην περίπτωσή μας μπορούσε να έχει, μέσω των ρούχων, μιαν έστω υποτυπώδη ενημέρωση για τις δραστηριότητές μου. Όλα τα παρατηρούσε και όλα τα έλεγχε, δεν της ξέφευγε το ελάχιστο. Το καταλάβαινα αυτό από τα διάφορα σχόλια που έκανε κατά καιρούς και τις πλάγιες «αθώες» ερωτήσεις της. Δεν βαριέσαι όμως, ήμουν μαθημένος και ήξερα καλά να ξεγλιστράω από τις παγίδες της. Εννοείται ότι δεν παρέλειπε, μαζί με τα πλυμένα που παραλάμβανα, να με φορτώνει πεισματικά, παρά τις αντιρρήσεις μου τις προσχηματικές βεβαίως, μ΄ ένα σωρό φαγητά και λιχουδιές, που ομολογουμένως πολύ μου είχαν λείψει και τις λαχταρούσα. Ήταν όλα συσκευασμένα στα περιλάλητα Tapper Wears της εποχής, το κρυφό καμάρι της, ειδικά φυλαγμένα στο ψυγείο για τον «άσωτο υιό». Και ανάμεσα στα φιλιά και τα αντίο η μόνιμη επωδός της: «Σε παρακαλώ, θυμίσου να μου φέρεις πίσω τα Tapper. Πρόσεξε μη μου τα χάσεις, άλιμονό σου…». Τα έχει περιγράψει θαυμάσια όλα η Λίνα Νικολακοπούλου στους στίχους της. Το τραγούδι «Μαμά γερνάω» στην μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, με την φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, είναι μια υπέροχη ελεγεία της δικής μας παρατεταμένης εφηβείας και το δύσκολο πέρασμά της –ή την προσπάθεια έστω!– στην άχαρη ενηλικίωση.
Αυτό το βιολί συνεχιζόταν σταθερά μέχρι την στιγμή που ξαφνικά αρρώστησε βαριά η μητέρα κι ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Το κακό την βρήκε στα πενήντα επτά της και την αποτελείωσε πέντε χρόνια αργότερα, στα εξήντα δύο. Ήμουν απροετοίμαστος, όλα ήλθαν τα πάνω – κάτω. Ήταν πολύ νωρίς. Έτσι κι αλλιώς, όταν πρόκειται για τους γονείς μας, όταν κινδυνεύουμε να τους χάσουμε οριστικά, ανεξαρτήτως αν είναι σε προχωρημένη ηλικία ή όχι, νιώθουμε πάντοτε πως είναι νωρίς, πολύ νωρίς να τους συμβεί το αναπότρεπτο. Και τότε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είχα να αντιμετωπίσω και το άχαρο πλύσιμο των ρούχων. Ίσως να σας φανεί παράδοξο αλλά το ενδεχόμενο να αποκτήσω πλυντήριο τo αντιμετώπιζα με δέος. Όχι λόγω κόστους. Η επιλογή του προγράμματος, το χρωματικό ξεχώρισμα των ρούχων, η διάρκεια του πλυσίματος, όλα μου φαίνονταν βουνό. Δεν ξέρω γιατί, μα εγώ θεωρούσα ότι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο! Έτσι, υποχρεώθηκα να βάζω αποβραδίς τα άπλυτα στην μπανιέρα με ζεστό νερό και απορυπαντικό, με την σκέψη πως την επομένη που θα ξυπνήσω, θα τα πλύνω. Αμ δε! Μπορούσαν να παραμείνουν εκεί τρεις και τέσσερις ημέρες. Εν τω μεταξύ, τύχαινε βεβαίως να χρειάζομαι την μπανιέρα για να κάνω ντους. Το πρώτο διάστημα τα μετέφερα σε λεκάνες και τα άφηνα να με περιμένουν… Στο τέλος, βαριεστημένος κι αδιαφορώντας για τα ρούχα που ήταν ήδη από μέρες στο «μούσκιο», έμπαινα μέσα στην μπανιέρα κι εγώ. Δηλαδή, άστα να πάνε. Μέχρι που κατέφθασε στην πόρτα μου ένα ωραίο πρωί το πρώτο πλυντήριο της ζωής μου, δώρο του φίλου μου Κωστάκη. Ήταν ένα «όρθιο» της SIEMENS, ακόμη αυτό έχω. Μα και τότε, με επιφύλαξη το αντιμετώπισα. Ούτε καν μπήκα στον κόπο να το συνδέσω. Για μήνες έστεκε μέσα στο κουτί του αχρησιμοποίητο, ως έπιπλο του καθιστικού! Μόνο όταν μετακόμισα σε άλλο σπίτι, εδέησε επιτέλους κι αποφάσισα να το βάλω σε λειτουργία.
Και τότε έγινε κάτι απροσδόκητο. Όταν διαπίστωσα πόσο απλή κι εύκολη είναι η λειτουργία του και από τι μεγάλο μπελά με είχε γλυτώσει, ένιωσα απέραντη ευγνωμοσύνη γι΄ αυτήν την άψυχη μηχανή. Ήταν σαν κάποιος να είχε αναλάβει ξαφνικά την καθαριότητα των ρούχων μου. Έκτοτε από συμπάθεια κι εκτίμηση στην προσφορά του, το φροντίζω ανελλιπώς. Μετά την κάθε πλύση το σκουπίζω καλά κι αφήνω ανοιχτή την πόρτα του να στεγνώνει. Και δεν είναι λίγες οι φορές, ακόμα και σήμερα έπειτα από είκοσι οκτώ χρόνια συμβίωσης, που στην θέα του και μόνο, ένα αίσθημα τρυφερότητας με κατακλύζει. Οι στενοί φίλοι δεν άργησαν να καταλάβουν την ιδιαίτερη «σχέση» μου, με αποτέλεσμα να με πάρουν στο ψιλό… Λίγο με νοιάζει. Άλλωστε δεν το έκρυψα από κανέναν ότι το ωραίο μου πλυντήριο είναι για μένα η αγαπημένη μου οικιακή συσκευή.
*Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας του Στίβεν Φρίαρς, «My Beautiful Laundrette», 1985.