Καταμεσής στα Νικολοβάρβαρα, σκέφτηκα ινατί διαθέτω τέτοιο γινάτι για μερικούς τύπους.
Διότι ποτέ μου δεν φοβήθηκα φίδι.
Πρώτη μου εμπειρία, σε αυλή με κρίνα και βρυσούλα, έπαιξα και κοράκιασα από τη δίψα, τρέχω στο μουσλούκι της βρύσης ,το βάζω στο στόμα και ανοίγω με το δεξί την κάνουλα, πλην δεν έσταζε καν.
Κάθησα παραπονεμένος, με τα γειτονόπουλα και απορούσαμε βλέποντας τον σταλαγμό και ξάφνου βγαίνει από τον εξωχέτη ένα φίδι, φιδάκι. Τα άλλα παιδιά λακκίσανε ουρλιάζοντας, ώσπου ήρθε η κυρα-Κανέλλα, ψύχραιμη γειτόνισσα με μία τσάπα και έκοψε το φίδι σε ισοπαχή τεμάχια, όπως κάνουνε στο μαγειρεμένο χέλι.
Μόνον η ουρίτσα του ανάδευε, όλο και πιο αργά.
Επίσης στην Έκθεση, τον καιρό της Λάικας, ήταν της παιδικής μόδας ένα κιτρινοπράσινο σπαστό φιδάκι που αν το κρατούσες από τη μέση νόμιζες πως κινείται. Από τα πρώτα πλαστικά της ζωής μου.
Αυτή η υποχρεωτική κίνηση του παιχνιδιού που παρίσταινε το φίδι-φιδάκι, είναι για μένα η αίσχιστη λειτουργία της πολιτικής.
Η οδική σήμανση όχι μιας πορείας, αλλά ενός τεχνηέντως επινοημένου ορίου.
Όπως να δικαιώνεις το ηττημένο «ναι» καθώς κυνηγούσες το «όχι», ξεχνώντας ότι Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, πριν τις δεύτερες εκλογές, σου κάθησαν μακριά γαϊδούρα και ψήφισαν το έσχατο δικό σου μνημόνιο, και εσύ να λέεις «αφού νίκησα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, άρα σκάστε»
Ή τώρα που έθεσες τον μήνα Αύγουστο ως νέο σημείο εκκίνησης και το παίζεις κυβέρνηση των 100 ημερών, υπονοώντας ότι ξεκόλλησε η μίζα και είσαι άνετος να εκκινήσεις πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.
Αλλά ο χρόνος δεν κόβεται σε τεμάχια, όπως ο όφις που διαμέλισε η κυρά-Κανέλλα.
Στην οποία και ανατρέχω κάθε φορά που κυλάς έναν τέντζερη να βροντήξει το καπάκι του, νομίζοντας πως κάνεις σαματά.