Θυμάμαι το σπίτι μας στην Κερύνεια με τη μικρή αυλή μπροστά και το δέντρο, μουσμουλιά σύμφωνα με τη μητέρα μου. Γυναικοπαρέα στην αυλή κι εγώ καθισμένος δίπλα της την ώρα που μωρό βύζαινε μία από αυτές, στην αγκαλιά της.
Το λιμάνι με την κατηφόρα γύρω. Ένα σπίτι με αχυρένια σκεπή, ίσως αυτό αυτό που νοικιάζαμε. Το «Ο Γρύλος ο Τραγουδιστής», ένα Μικρό Κλασσικό Εικονογραφημένο – το εξώφυλλο και τις εικόνες, δεν διάβαζα ακόμα.
Δεν πρέπει να μείναμε στην Κερύνεια για πολύ, κάποιους μήνες τους οποίους θυμάμαι λες και ήταν χρόνια.
Στον Άγιο Επίκτητο αποκτήσαμε την πρώτη τηλεόραση, κάποιοι μήνες κι εκεί.
Οι μήνες ευρύχωροι όπως τα χρόνια όταν βηματίζεις από τα τρία στα τέσσερα.
Από τα Βαρώσια μία η εικόνα – μία μόνη επίσκεψη. Πολύς ήλιος. Η μητέρα μου, εγώ και η αδελφή μου σε μακρύ πεζοδρόμιο δίπλα στην αμμουδιά. Από την άλλη μεριά του δρόμου σειρά από πολυώροφα κτίρια που έδειχναν ψηλά και μου άρεσαν.
Διασχίσαμε το δρόμο, καθίσαμε σε εστιατόριο κάτω από τέντα, η μητέρα μου παραπονέθηκε για τη ζέστη. Ύστερα ήρθε να μας βρει ο πατέρας μου.
Στο “The World without us”, ο Alan Weisman αφηγήθηκε τί θα απογίνουν τα ανθρώπινα έργα αν εγκαταλείψουμε τον κόσμο σε μια νύχτα. Οι λεωφόροι της Νέας Υόρκης θα μετατραπούν σε ποτάμια, το πλαστικό θα παραμείνει για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν το καταβροχθίσουν βακτήρια, οι πυρηνικοί αντιδραστήρες θα λιώσουν ή θα αυτοαναφλεγούν και τα χωράφια δάση ή έρημος.
Ένα κεφάλαιο περιγράφει τη νέα πόλη της Αμμοχώστου, τα Βαρώσια. Τη σκασμένη άσφαλτο, την άμμο που σκέπασε τους δρόμους, τα ποντίκια, τα σπασμένα παράθυρα των ξενοδοχείων, τους τοίχους που έπεσαν με δωμάτια να χάσκουν και μέσα φυτρωμένα δέντρα. Φραγκοσυκιές, πικροδάφνες, βοκαμβίλιες έχουν καταπιεί σπίτια, κυκλάμινα θρυμμάτισαν το τσιμέντο στα πεζοδρόμια, μπουγάδες ξέμειναν στο σύρμα και παρέμειναν για καιρό.
Φίδια, μπόχα από πισίνες που βούρκωσαν, φτερούγισμα περιστεριών.
Τις καλοκαιρινές νύχτες θαλάσσιες χελώνες αφήνουν αυγά σε φωλιές στην άμμο μπροστά από τα σκοτεινά κτίρια.
Κεφάλαιο που διαβάζεται σε λίγα λεπτά.