Περπατώντας στους δρόμους της γειτονιάς μου θα δεις μικρά μαγαζιά κάτω από τριώροφες πολυκατοικίες ή ζυμωμένα μέσα σε ερείπια σπίτια έτοιμα να αφήσουν την τελευταία τους πνοή και το μπετόν να γίνει σκόνη και τα τούβλα στάχτη.
Ψιλικατζίδικα, φούρνοι, βιβλιοπωλεία, μαγαζιά που πουλάνε ορθοπεδικά παπούτσια και παντόφλες, γυαλικά, φωτιστικά, πλαστικές ανθοδέσμες, πιάτα για σπάσιμο (!), σόμπες, καρότσια λαϊκής. Κάποια έχουν τόσο σκονισμένο εμπόρευμα που έχουν χάσει ακόμη και το χρώμα τους.
Οι άνθρωποι κάθονται μέσα με ένα ανοιχτό φως χωρίς κανένα βιβλίο ή περιοδικό μπροστά τους ή κάποια τηλεόραση να παίζει. Και αν δεν είναι καλοκαίρι και δεν έχουν βγάλει τις πλαστικές καρέκλες στο πεζοδρόμιο ή δεν έχουν καλέσει κάποια γειτόνισσα να τους κρατάει παρέα, απλώς κάθονται και μετρούν το κενό και οι αριθμοί και τα χρόνια και τα λεπτά και οι δείκτες του ρολογιού γίνονται ράμφη πουλιών και σπάνε τις τζαμαρίες και φεύγουν, πετούν, χάνονται προς το λιμάνι του Πειραιά. Αλλά ποτέ δεν θα τα δεις κλειστά ή με μια σελίδα από τετράδιο κολλημένη με ταινία στο τζάμι της πόρτας να ενημερώνουν για αλλαγή του κλασικού ωραρίου καταστήματος. Το ωράριο είναι κάτι που σέβονται.
Όλα αυτά είναι τόσο κίτρινα με ένα περίβλημα μαύρου σαν μία χαλασμένη θήκη δοντιών που αφήνει κενό έως την ψυχή στου στόματος. Όλα αυτά είναι γκρι.