Μπορεί να σώζεται ακόμη το ανέκδοτο, που ένας φοιτητής από νησί είχε πετύχει Σαλονίκη και παίρνει τηλέφωνο τη μάνα του. Βρήκα σπίτι, μάνα, με συγκάτοικο. Μπράβο παιδί μου, που κοντά; Της λέει. Και είναι μακριά το Πανεπιστήμιο, αγόρι μου; Μακριά είναι, αλλά παίρνω το Βούλγαρη-Σφαγεία και βολεύομαι . Η μάνα ακούει «Βούλγαροι- Σφαγεία» και την πιάνει κόλπος.
Στη Σαλονίκη, πριν σκοτώσουν το Λαμπράκη, υπήρχε ένα κατάστημα παιχνιδιών, η «Χιονάτη», νομίζω ακόμη υπάρχει, στην Ίωνος Δραγούμη, κάτω από την Ερμού. Κάθε Χριστούγεννα, στην κάθοδο «για τα ψώνια (με τεφτεράκι ρούχα στη «Μέλκα») αρκούσε μια βόλτα εκεί για να χάσεις το μυαλό σου.
Τώρα θυμήθηκα πως ψηλότερα, πρώτο ή δεύτερο μαγαζί στην Ερμού, στο επάνω πεζοδρόμιο ήταν ένας ανταγωνιστής της «Χιονάτης», η «Προσφυγοπούλα». Αλλά το μαστ εκεί ήταν οι κούκλες και βλέπαμε απ΄έξω.
Για να εμπεδώσετε πόσο πολιτική ήταν η προηγούμενη παράγραφος:
Στην Ελλάδα, πριν λήξει ο εμφύλιος, δημιουργήθηκε ένα θεματάκι με την νότια περιοχή της Σερβίας, που την έλεγαν «Μακεδονία» και έφτιαχνε το προφίλ της. Τι γλωσσαμυντορισμός, τι επιχειρήματα, τι εκ βορρά κίνδυνος. Κάθε χρόνο, άρθρα και μελέτες, με αντικρούσεις και αποκρούσεις, αλλά ο Τίτο και η Γιοβάνκα απαραιτήτως στα περιοδικά και στις εφημερίδες μας. Ανατολικά, υπήρχε η Βουλγαρία που ήτανε των Σοβιετικώνε, εξ ου και το τραγούδι των φαντάρων «Έξω Βουργαριά! Ούστ!». Όπως το λέω. Από την άλλη γωνιά ήτονε η Αλβανία, αλλά ήταν απομονωμένη και ο Χότζα, οπότε το τραγούδι μας ήταν για κάποια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή, τη λένε Βόρειο Ήπειρο, την αγαπώ πολύ. Την Αλβανία την είχαμε στην απέξω.
Εκδρομή δασκάλων, το 1957, συν γυναιξί και τέκνοις στα φυλάκια των φρουρών μας. Με Τζέημς. Στο Σκρά. Ο επιθεωρητής μίλησε στους φαντάρους, κι ο λοχίας στην απάντησή του, ευχαριστώντας για τα εορταστικά πακέτα, χρησιμοποίησε τον όρο «η αγαπητικιά μας Πατρίς». Τον ήφαγαν με την ακυριολεξία επιστρέφοντας. Γι’ αυτό και το Τζέημς χάλασε βραδιάτικα στην επιστροφή και περπατούσαμε στο δάσος πάνω από την Τσερναρέκα, φωτίζοντάς μας το φεγγαράκι.
Συμπέρασμα: δεν πληρώσαμε πολλά στη «Χιονάτη». Ποτέ. Γιαννιτσιώτες γαρ, ψωνίζαμε από τον Ράλλη. Το ίδιο συνέβη με τη Σερβία που ήταν κίνημα Αδεσμεύτων και τα είχε σπάσει με τη Σοβιετία και είχε το ακαταλόγιστο για την πατρίδα μας.
Διότι την Ιστορία, πρόσφατη και παλαιότερη, δεν τη βλέπαμε καν σε κανονικό σινεμά. Η Ιστορία, παιζόταν στο Σινεέπ, κι όλο βλέπαμε τον «Δαίμονα της Τασμανίας» .
Kι αν μπερδευτήκατε με την ένωση της λογοτεχνικής μπιρίτσας με το πολιτικό ουζάκι, συγχαρητήρια. Μόλις αρχίσατε να διαβάζετε κείμενο μιας «νέας μεταφυσικής», ήτοι μια Χιονάτη. Από τρόμο ξύπνησε η κοπέλα, όχι από τον πριγκηπόπουλο…