Με έκπληξη μαθαίνω πως σε μία μουσική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, τραγουδά μία νέα παρουσία, που όταν την άκουσα σε ένα «λες και ήταν χθές» που συνηθίζει η βραδυνή τηλεόραση, πριν πλακωθεί στους συνταξιολόγους του Αυτιά και των μαθητών του, ήταν τρισχαριτωμένη και αλλέγκρα, αλλά προδήλως φάλτσα του κερατά. Ο τρόπος που ετραγούδα δεν ήταν άγνωστος-έμοιαζε με κάτι ξενέρωτες «διασκευές» κλασσικών τραγουδιών, εκτελεσμένες από αμερικανίδες τραγουδίστριες εξειδικευμένες στο είδος. Στην αρχή αγανάκτησα, αλλά μετά ανέτρεξα στον Έλληνα «Παπατρέχα» της τηλεοπτικής Βουλής, όπου ασκεί ταχυλογία πάνω από ένα αναλόγιο και εξηγεί δοκιμιακώς το έργο και τον βίο κάποιου άτυχου συναδέλφου του, πάντως άλλων δεκαετιών. Και είναι βραβευμένος συγγραφέας. Εάν ήμουν παραγωγός θα παρακαλούσα την φάλτσα και τον ήρωα της ταχυλογίας, να αλλάξουν ρόλους και όλα μέλι-γάλα. Μήτε η φαλτσοσύνη, μήτε ο λογοτεχνικός βαταρισμός ακμάζουν, όταν κρύβεις ανεπάρκειες σε δανεική δορά.
Το ζήτημα δεν αφορά δύο άτομα με ειδικές φιλοδοξίες. Ολόκληρη η χώρα κατατρύχεται απο φέουδα, από την ανασφάλεια επειδή οι γείτονες μας βρίζουν ενώ εμείς είμαστε θεούσες παινεμένες. Καμιά φορά αισθάνομαι αηδία και βαρεμάρα αν χρειαστεί να σημειώσω (όχι να «καταγγείλω») έναν κάλο που θα εξελιχθεί κατά τα φαινόμενα σε κάτι που θα συνηθίσουμε.
Τον συνηθίσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα,
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν, γιατί δε βρίσκω τίποτα,
που να μην το συνηθίσατε,
προσκυνώ.