Δεν έχει βγει ακόμα ο ήλιος, έξω έχει ομίχλη σαν τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Μέσα σε μια πάνινη πετσέτα, ένα κομμάτι κεφαλοτύρι λύσσα, και ψωμί. Ο παππούς μου έχει ένα πολύ μακρύ καλάμι που έκοψε από το ποτάμι. Γερό στη βάση, και πολύ ευλύγιστο μπροστά. Πετονιά, βαρίδια, αγκίστρι κι ένα κεραμιδί κυκλικό φελιζόλ από δίχτυα, που βρήκαμε στη θάλασσα μετά τη φουρτούνα. Για δόλωμα έχει πάρει μια σφηκοφωλιά, που ακόμη τα έντομα είναι στο κουκούλι.
Δεν συζητάμε με κανέναν για αυτά. Είναι τα μεγάλα μυστικά. Και το μέρος που ψαρεύουμε είναι κρυφό. Μια βοθάνα δίπλα στο ποτάμι. Έτσι λέει ο παππούς μου αυτό το άνοιγμα, που μοιάζει με λίμνη. Από το σπίτι μας είναι περίπου μισή ώρα με τα πόδια. Δεν οδηγεί. Είχε ποδήλατο, αλλά τώρα πια δεν το γουστάρει.
Είμαι 8 χρόνων, με όλες τις συνήθειες και τη σκληράδα που έχουν τα αγόρια. Ούτε κοτσιδάκια στο μαλλί, ούτε μπούκλες. Όλα κοντά, ίσωμα. Δεν με κρατάει από το χέρι, ούτε λέμε πολλά στο δρόμο. Εκείνος τα ψαρικά, εγώ το καλάθι με την δύναμή μας. Πρέπει να περάσουμε από ακόμα ένα μέρος που δεν θα μάθει ποτέ κανείς. Ομερτά. Είναι μια παράγκα μέσα στα δέντρα. Στο πίσω μέρος έχει κρυμμένο μπουκάλι, συνήθως με ούζο.
Είναι αλκοολικός. Πέφτει πολύ μάλωμα στο σπίτι. Του κάνουν τη ζωή μαύρη. Η γιαγιά, τα παιδιά του. Δεν τον είδα ποτέ βίαιο. Το μεθύσι του είναι παραπονιάρικο. Έχασε βλέπεις το 24χρονο παιδί του μια πρωτοχρονιά σε τροχαίο. Η γιαγιά το πένθος της το ούρλιαξε, έβαλε μαύρα, έδεσε στο κεφάλι μαντήλι, χτυπήθηκε στα μνήματα, λιποθύμησε κάθε φορά που άκουσε το όνομα του γιου της. Εκείνος στέγνωσε από δάκρυα. Έκοψε και το μούσι. Πίνει μεγάλες ποσότητες και αντέχει. Σωματικά αντέχει, κατά τα άλλα, η ψυχή του το ξέρει. Είμαστε αυτοκόλλητοι, σέβομαι την αδυναμία του στο οινόπνευμα, βοηθάω στις καβάντζες, κλέβω από το σπίτι μπουκάλια γεμάτα, αλλάζουμε τις συσκευασίες. Δηλαδή μπορεί να βρεις τσίπουρο ακόμα και σε μπιτόνι από βενζίνη στην αποθήκη.
Πήραμε το καύσιμο. Πίνει επιτόπου αρκετό, ηρεμεί το πρόσωπο του και το τρέμουλο στα χέρια. Φτάνουμε. Μόλις καθόμαστε, μου δείχνει όλο περηφάνια τις δυο ολοκαίνουργιες σαγιονάρες στο νούμερο 43 που ξέβρασε το κύμα, είναι διαφορετικές αλλά ποιος νοιάζεται; Πίνοντας μου λέει για πολλοστή φορά την ιστορία που φύγανε με καΐκι από την Κύμη να πάνε στη Τζια με τον φίλο του. Τους έπιασε καιρός στα ανοιχτά και κοντέψανε να πνιγούνε. Στο ποτάμι, κάτω από τα πλατάνια, μοιάζει με εκδρομή στο βουνό και ας είμαστε 200 μέτρα από τη θάλασσα. Άλλος αέρας. Χελώνες, νερόφιδα, δεντρογαλιές. Πραγματική περιπέτεια. Το μπουκάλι πετάει στο ορμητικό νερό. Μήνυμα μέσα δεν έχει, αλλά κλείνει μεγάλη θλίψη και πόνο.
Δεν έχει υπομονή με το ψάρεμα, είναι απλά δικαιολογία για φευγιό. Το ξέρω και το ξέρει. Όταν το καλάθι μας δεν έχει ούτε λέπι, γυρίζουμε στα σκίνα για μια χεριά οβριές, ή πικροράδικα, να δείξουμε ότι κουραστήκαμε. Το ψωμοτύρι το τρώμε στο γυρισμό, αφού ακόμα είναι πρωί. Προτού πάρουμε την τελευταία στροφή για το σπίτι, εκεί στις κουκουναριές, σκύβει στα γόνατα και κάνουμε τον χαιρετισμό που ξέρουν μόνο τα παιδιά και οι γκάνγκστερς. Με κλειστό μέσο και παράμεσο, ενώνουμε το μικρό μας δαχτυλάκι με τους δείκτες και τους αντίχειρες. Έτσι μένουν ασφαλή τα μυστικά μας.
Μέχρι να πεθάνει στα 93, όχι από κίρρωση του ήπατος, άκουσα για το ταξίδι στη Τζια αμέτρητες φορές. Μπήκα μαζί του στη βάρκα και δοκιμαστήκαμε σε αυγουστιάτικα μελτέμια. Πρόλαβα να κάνω μαζί του μεθύσια, χωρίς ποτέ να με μαλώσει. Μόνο να τον χαιρετίσω δεν πρόλαβα, και μου λείπει αυτή η στιγμιαία, αιώνια επαφή στα δάχτυλα.